σκινδαλαμοφράστης: Difference between revisions
From LSJ
ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skindalamofrastis | |Transliteration C=skindalamofrastis | ||
|Beta Code=skindalamofra/sths | |Beta Code=skindalamofra/sths | ||
|Definition= | |Definition=σκινδαλαμοφράστου, ὁ, [[straw-splitter]], AP11.354 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:31, 25 August 2023
English (LSJ)
σκινδαλαμοφράστου, ὁ, straw-splitter, AP11.354 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, ein spitzfindiger Schwätzer, Agath. 70 (XI, 354).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui ne dit que des subtilités.
Étymologie: σκινδάλαμος, φράζω.
Russian (Dvoretsky)
σκινδᾰλᾰμοφράστης: ου ὁ предающийся словесным хитросплетениям Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, ὁ διασχίζων τὰ ἄχυρα, διυλίζων τὸν κώνωπα, λεπτολόγος, σοφιστής, Ἀνθ. Π. 11. 354. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. σχινδαλαμοφράστης.
Greek Monotonic
σκινδᾰλᾰμοφράστης: -ου, ὁ, λεπτολόγος, αυτός που «διυλίζει τον κώνωπα», σχολαστικός, φλύαρος, σε Ανθ.