ὁλομελής: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olomelis | |Transliteration C=olomelis | ||
|Beta Code=o(lomelh/s | |Beta Code=o(lomelh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὁλομελές, [[whole of limb]], [[not dismembered]], πλεκτάς Diph.34.2; κρέα Posidon.9 J., ''IG''12(7).515.49 (Amorgos); [[ὁλομελῆ]] alone, Str.15.3.19; ὁ. κρόκος [[uniform]], Dsc.1.26. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁλομελές, whole of limb, not dismembered, πλεκτάς Diph.34.2; κρέα Posidon.9 J., IG12(7).515.49 (Amorgos); ὁλομελῆ alone, Str.15.3.19; ὁ. κρόκος uniform, Dsc.1.26.
German (Pape)
[Seite 326] ές, mit ganzen Gliedern, unverstümmelt; βρώματα, κρέα, Ath. XII, 540 c; πλεκτάναι, Diphil. ib. VII, 316 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλομελής: -ές, ὁ ἔχων ἀκέραια τὰ μέλη, σῶος, ἀκέραιος, πλήρης, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 316F, πρβλ. 540C· Ἐπίρρ. -λῶς, Εὐστ., κλ. Πρβλ. οὐλομελής, -μέλεια.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁλομελής, -ές, Α ιων. τ. οὐλομελής, -ές)
αυτός που έχει ακέραια όλα τα μέλη του, αρτιμελής, πλήρης
(για συνεδριάζον σώμα) αυτός του οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα
μσν.
ο γεμάτος μελωδία, μελωδικότητα
αρχ.
ομοιόμορφος.
επίρρ...
ολομελώς (Μ ὁλομελῶς)
νεοελλ.
με παρουσία όλων τών μελών
μσν.
με πλήρη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μελής (< μέλος), πρβλ. πολυμελής].