φαρμακίς: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=farmakis | |Transliteration C=farmakis | ||
|Beta Code=farmaki/s | |Beta Code=farmaki/s | ||
|Definition=ίδος, fem. of [[φαρμακεύς]], < | |Definition=-ίδος, fem. of [[φαρμακεύς]],<br><span class="bld">A</span> [[sorceress]], [[witch]], D.25.79, Arist.''HA''577a13, A. R.4.53:—as adjective, γυνὴ φ. Ar.''Nu.''749; irreg. Sup., φαρμακιστόταται γυναικῶν J.''AJ''17.4.1, cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Μήδεια]].<br><span class="bld">II</span> fem. Adj., [[poisonous]], [[venomous]], σαύρα Nic.''Al.''538. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
-ίδος, fem. of φαρμακεύς,
A sorceress, witch, D.25.79, Arist.HA577a13, A. R.4.53:—as adjective, γυνὴ φ. Ar.Nu.749; irreg. Sup., φαρμακιστόταται γυναικῶν J.AJ17.4.1, cf. Suid. s.v. Μήδεια.
II fem. Adj., poisonous, venomous, σαύρα Nic.Al.538.
German (Pape)
[Seite 1256] ίδος, ἡ, fem. zu φαρμακεύς, 1) Zaubrerinn, Giftmischerinn; γυνή Ar. Nubb. 739; Dem. 25, 79; Ep. ad. 113 (V, 205) u. a. sp. D. – 2) als fem. adj. giftig, Nic. Al. 551.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
qui manie du poison ; ἡ φαρμακίς magicienne, sorcière.
Étymologie: φάρμακον.
Russian (Dvoretsky)
φαρμᾰκίς: ίδος ἡ колдунья, ворожея, чародейка Arph., Dem., Arst., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. τοῦ φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, Λατ. venefica, Ἀριστοφ. Νεφ. 749, Δημ. 793. 27, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 22, 18· πρβλ. φαρμάκεια, φαρμακείᾱ 2. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθετ., δηλητηριώδης, ἰοβόλος, σαύρα Νικ. Ἀλεξιφ. 551.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
1. μάγισσα
2. (με σημ. επιθ.) δηλητηριώδης
3. (κατά τον Ησύχ.) α) «φαρμακὶς... καὶ εἶδος φαρμάκου»
β) «φαρμακὶς... ἢ ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀνθρακίς)].
Greek Monotonic
φαρμᾰκίς: -ίδος, θηλ. του φαρμακεύς, γόησσα, μάγισσα, γητεύτρια, Λατ. venefica, σε Αριστοφ., Δημ.
Middle Liddell
φαρμᾰκίς, ίδος, [fem. of φαρμακεύς
a sorceress, witch, Lat. venefica, Ar., Dem.