θυγατριδοῦς: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thygatridoys | |Transliteration C=thygatridoys | ||
|Beta Code=qugatridou=s | |Beta Code=qugatridou=s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[daughter's son]], [[grandson]], | |Definition=οῦ, ὁ, [[daughter's son]], [[grandson]], Is.8.17, Arist.''Fr.''473, Ph.2.82,425, ''OGI''529.23 (Sebastopolis): acc. -δῆ, as though from nom. -δεύς, ib. 377.5 (Smyrna, i A.D.):—Ion. [[θυγατριδέος]] Hdt.5.67, 69. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, daughter's son, grandson, Is.8.17, Arist.Fr.473, Ph.2.82,425, OGI529.23 (Sebastopolis): acc. -δῆ, as though from nom. -δεύς, ib. 377.5 (Smyrna, i A.D.):—Ion. θυγατριδέος Hdt.5.67, 69.
French (Bailly abrégé)
v. θυγατριδέος.
Greek Monolingual
θυγατριδοῦς και θυγατρίδης, ὁ (Α)
βλ. θυγατριδεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θυγατρ-ιδοῦς < θ. θυγατρ- του θυγάτηρ (πρβλ. γεν. θυγατρ-ός, δοτ. θυγατρ-ί) + κατάλ. -ιδοῦς (< -ιδ-εός με συναίρεση), δηλωτική του απογόνου (πρβλ. αδελφιδούς)].
Greek Monotonic
θῠγατρῐδοῦς: -οῦ, ὁ, ο γιος της κόρης, εγγονός, σε Αττ.· Ιων. -ιδέος, σε Ηρόδ.
German (Pape)
att. zusammengezogen st. θυγατριδέος.
Russian (Dvoretsky)
θῠγατρῐδοῦς: ὁ стяж. = θυγατριδέος.
Middle Liddell
a daughter's son, grandson, attic; ionic -ιδέος, Hdt.