ποτή: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[πτήση]], το [[πέταγμα]] («αἰθυίη δ' εἰκυῑα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />μικρή [[ποσότητα]] κρασιού για [[δοκιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] ([[πρβλ]]. [[ποτός]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[πτήση]], το [[πέταγμα]] («αἰθυίη δ' εἰκυῖα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ποτ</i>-, ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του [[πέτομαι]] «[[πετώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i>].<br /> <b>(II)</b><br />ἡ, Α<br />μικρή [[ποσότητα]] κρασιού για [[δοκιμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]] ([[πρβλ]]. [[ποτός]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>η</i> (<b>βλ. λ.</b> [[πίνω]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτή Medium diacritics: ποτή Low diacritics: ποτή Capitals: ΠΟΤΗ
Transliteration A: potḗ Transliteration B: potē Transliteration C: poti Beta Code: poth/

English (LSJ)

(A), ἡ,
A flight, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Od.5.337; ποτῇσι v.l. in h.Merc.544; ποτὴν ἴσον dub.l. in Alex.Aet.5.5.

(B), ἡ, sample of wine, ἐκ ληνοῦ POxy.1673.12, al. (ii A. D.), cf. BGU1143.18 (i B. C.).

German (Pape)

[Seite 689] ἡ, der Flug, das Fliegen, Od. 5, 337.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
vol, essor.
Étymologie: πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποτή -ῆς, ἡ [πέτομαι] vlucht, het vliegen.

Russian (Dvoretsky)

ποτή:полет, взлет Hom.

English (Autenrieth)

(πέτομαι): flying, flight, Od. 5.337†.

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η πτήση, το πέταγμα («αἰθυίη δ' εἰκυῖα ποτῆ ἀνεδύσετο λίμνης», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ-, ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας του πέτομαι «πετώ» + κατάλ. -η].
(II)
ἡ, Α
μικρή ποσότητα κρασιού για δοκιμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- του πίνω (πρβλ. ποτός) + κατάλ. -η (βλ. λ. πίνω)].

Greek Monotonic

ποτή: ἡ, = πτῆσις, πτήση, σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποτή: ἡ, = πτῆσις, ποτῇ ἀνεδύσατο λίμνης Ὀδ. Ε. 337· ποτῇσιν, διάφ. γραφ. ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 542.

Middle Liddell

ποτή, ἡ, = πτῆσις
flight, Od.