ὑπομάζιος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br />ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i>παῑς</i> και [[τέκνον]] ή [[βρέφος]]) [[παιδί]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαζός]], ιων. τ. του [[μαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπομάζιος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται [[κάτω]] από τον μαστό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υπομάζιο</i>(<i>ν</i>)<br />(λογ. τ.) ο [[στηθόδεσμος]], το [[σουτιέν]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[κυρίως]]) αυτός που θηλάζει<br /><b>2.</b> (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)<br />ὁ [[ὑπομάζιος]] και <i>τὸ ὑπομάζιον</i><br />(ενν. <i>παῖς</i> και [[τέκνον]] ή [[βρέφος]]) [[παιδί]] που θηλάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μαζός]], ιων. τ. του [[μαστός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:55, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομάζιος Medium diacritics: ὑπομάζιος Low diacritics: υπομάζιος Capitals: ΥΠΟΜΑΖΙΟΣ
Transliteration A: hypomázios Transliteration B: hypomazios Transliteration C: ypomazios Beta Code: u(poma/zios

English (LSJ)

ὑπομάζιον,
A under the breast, sucking, μηδ' αὐτῶν τῶν ὑπομαζίων φειδόμενοι D.S.34.2; also as v.l. for ὑπομάσθιος (q.v.).
II τὸ ὑπομάζιον = waistband, ἄλλην τε πολλὴν περιέκειτο φλυαρίαν ὑπομάζιόν τε καὶ ἀμφωλένιον Aristaenet.1.25 (unless Adj. with φλυαρίαν).

German (Pape)

[Seite 1225] = Folgdm, Aristaen. 1, 25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est encore à la mamelle;
subst. τὸ ὑπομάζιον :
1 enfant encore à la mamelle;
2 bandeau pour soutenir le sein.
Étymologie: ὑπό, μαζός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπομάζιος: -ον, ὁ ὑπὸ τὸν μαστόν, θηλάζων, Λατ. subrumus, τέκνον, βρέφος Χρησμ. Σιβ. 2. 300, Ἐκκλ.· τὸ ὑπομάζιον Διοδ. Ἀποσπ. 527. 54· - ὡσαύτως ὑπομαζίδιος, Γλωσσ. ΙΙ. τὸ ὑπ., ὡσαύτως, στηθόδεσμος, Ἀρισταίν. 1. 25.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπομάζιος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που τοποθετείται ή βρίσκεται κάτω από τον μαστό
2. το ουδ. ως ουσ. το υπομάζιο(ν)
(λογ. τ.) ο στηθόδεσμος, το σουτιέν
μσν.-αρχ.
1. (κυρίως) αυτός που θηλάζει
2. (το αρσ. και ουδ. ως ουσ.)
ὑπομάζιος και τὸ ὑπομάζιον
(ενν. παῖς και τέκνον ή βρέφος) παιδί που θηλάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μαζός, ιων. τ. του μαστός + κατάλ. -ιος].