ἀντιπνέω: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> [[souffler en sens contraire]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être contraire <i>ou</i> opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πνέω]].
|btext=[[ἀντιπνῶ]] :<br /><b>1</b> [[souffler en sens contraire]];<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être contraire <i>ou</i> opposé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πνέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:45, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπνέω Medium diacritics: ἀντιπνέω Low diacritics: αντιπνέω Capitals: ΑΝΤΙΠΝΕΩ
Transliteration A: antipnéō Transliteration B: antipneō Transliteration C: antipneo Beta Code: a)ntipne/w

English (LSJ)

of winds,
A blow against, πρός τι Arist.Pr.940b34; ἀλλήλοις Theophrastus Vent.53: impers., ἀντιπνεῖ, διὰ τὸ ἀντιπνεῖν Arist.Mete.370b22.
2 to be adverse or contrary, Ph.1.593, Plu.Cic.32, Luc.Nav.7: metaph. of fortune, Plb.25.3.9, Clitomachus ap. Stob.4.41.29: c. dat., Luc. Tox.7.
3 trans., πνεῦμα ταῖς ναυσί Plu.2.309b.

Spanish (DGE)

I intr.
1 de los vientos c. dat. o πρός y ac. soplar contra πρὸς ὄρη Arist.Pr.940b34, ἀλλήλοις Thphr.Vent.54, Ζεφύρῳ Musae.316, abs. διὰ τὸ ἀντιπνεῖν por soplar en contra Arist.Mete.370b22, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου habiendo soplado un viento marino contrario Plu.Cic.32, cf. Hermol.Lyr.1.5, Luc.Nau.7.
2 fig. ser adverso o contrario τὰ γὰρ ἀντιπνέοντα πολλά, βασκανία, φθόνοι ... Ph.1.593, de la fortuna ὅτε δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Plb.25.3.9, cf. Clitom. en Stob.4.41.29, c. dat., Luc.Tox.7.
II tr. c. ac. hacer soplar contra ἡ δὲ πνεῦμα ἀντέπνευσε ταῖς ναυσί ella (Vesta) envió un viento adverso contra las naves Plu.2.309a.

German (Pape)

[Seite 259] (s. πνέω), entgegenwehen, Plut. Cic. 32; übh. entgegensein, vom Schicksal, zuwider sein, Pol. 26, 5. Vgl. ἀντιπλέω.

French (Bailly abrégé)

ἀντιπνῶ :
1 souffler en sens contraire;
2 fig. être contraire ou opposé.
Étymologie: ἀντί, πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπνέω:
1 дуть в противоположную сторону или навстречу (ἄνεμοι πρὸς ὄρη ἀντιπνέουσιν Arst.);
2 складываться неблагоприятно (τινι Luc.; τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Polyb.);
3 (о встречном ветре), насылать (πνεῦμα ταῖς ναυσίν Plut.): ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Plut. так как с моря дул встречный ветер.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπνέω: μέλλ. -πνεύσομαι, ἐπὶ ἀνέμων, πνέω πρὸς μέρος τι Ἀριστ. Προβλ. 26. 7: ― ἀπρόσωπ., ἀντιπνεῖ, πνέει ἐναντίος ἄνεμος, ἢ διὰ στενότητα ἢ διὰ τὸ ἀντιπνεῖν ὁ αὐτ. Μετεωρ. 3. 1, 4. 2) ἐπίσης ἐπὶ ἀνέμων, πνέω ἐκ τοῦ ἐναντίου μέρους, πνέω ἐναντίον, ἀντιπνεύσαντος πελαγίου Πλουτ. Κικ. 32, Λουκ. Πλοῖον 7: ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τύχης, εἶμαι ἐναντίος, ὅτι δὲ πάλιν τὰ τῆς τύχης ἀντέπνευσε Πολύβ. 26. 5, 9· τοῖς εὖ παθοῦσιν ἀντιπνεύσασ’ ἡ τύχη Ποιητὴς ἐν Στοβ. Ἀνθολ. 562. 19· μετὰ δοτ., εἰ δέ τι καὶ μικρὸν ἀντιπνεύσῃ αὐτοῖς Λουκ. Τόξ. 7, πρβλ. οὐρίζω.

Greek Monolingual

ἀντιπνέω (AM)
1. πνέω αντίθετα
2. (για την τύχη) αντιστρατεύομαι, είμαι δυσμενής
αρχ.
«ἀντιπνέω πρός τι» — φυσάω προς ορισμένη κατεύθυνση.

Greek Monotonic

ἀντιπνέω: μέλ. -πνεύσομαι, για ανέμους, είμαι αντίθετος, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

of winds to be contrary, Plut., Luc.