προσπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> fixer, attacher;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> [[être fixé]], [[attaché à]];<br /><b>[[NT]]</b>: (spéc.) crucifier.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πήγνυμι]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> fixer, attacher;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> [[être fixé]], [[attaché à]];<br />[[NT]]: (spéc.) crucifier.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 07:50, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπήγνῡμι Medium diacritics: προσπήγνυμι Low diacritics: προσπήγνυμι Capitals: ΠΡΟΣΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: prospḗgnymi Transliteration B: prospēgnymi Transliteration C: prospignymi Beta Code: prosph/gnumi

English (LSJ)

fut. -πήξω (προσπήξομαι is f.l. for προσπτύξομαι in Hsch.):—fix to or on, τινί [τι] E.Fr.679, etc.; τι πρός τι D.C.40.9; ἥλοις [τὸν ἀκινάκην] τῷ κολεῷ προσέπηξε Id.63.2: abs., crucify, Act. Ap.2.23:—Pass. with pf. Act. -πέπηγα, to be fixed on, Heliod. ap. Orib.49.4.72; περί τι D.C.45.17; ἰχθῦς -πεπηγὼς τῷ ἀγκίστρῳ Aristaenet.1.7.

German (Pape)

[Seite 777] (s. πήγνυμι), dazu, daran, dabei feststecken, Sp., wie N. T.

French (Bailly abrégé)

1 tr. fixer, attacher;
2 intr. être fixé, attaché à;
NT: (spéc.) crucifier.
Étymologie: πρός, πήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-πήγνυμι kruisigen.

Russian (Dvoretsky)

προσπήγνῡμι: прибивать, приколачивать (τί τινι Eur.; sc. τῷ σταυρῷ NT).

Greek (Liddell-Scott)

προσπήγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -πήξω˙ ― ἐμπήγω, καρφώνω τι εἴς τι ἢ ἐπί τινος, τινί τι Εὐρ. Ἀποσπ. 680, κτλ.˙ τι πρός τι Δίων Κ. 40. 9˙ ἥλοις [τὸν ἀκινάκην] τῷ κολεῷ προσέπηξε ὁ αὐτ. 63. 2˙ ― ἀπολ., καρφώνω εἰς τὸν σταυρόν, σταυρώνω, Πράξ. Ἀποστ. β´, 23. ― Παθ. μετὰ πρκμ. ἐνεργ. φωνῆς, πέπηγα, Κλήμ. Ἀλ. 45˙ περί τι Δίων Κ. 47. 17.

English (Strong)

from πρός and πήγνυμι; to fasten to, i.e. (specially), to impale (on a cross): crucify.

Greek Monolingual

ΜΑ
καρφώνω στον σταυρό, σταυρώνω («τοῦτον... διὰ χειρῶν ἀνόμων προσπήξαντες ἀνείλετε», ΚΔ)
αρχ.
στερεώνω, μπήγω κάτι πάνω σε κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πήγνυμι «καρφώνω, στερεώνω»].

Greek Monotonic

προσπήγνῡμι: και -ύω, μέλ. -πήξω· στερεώνω, μπήγω ή καρφώνω πάνω σε, τί τινι, σε Ευρ.· απόλ., καρφώνω στο σταυρό, σταυρώνω, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

and -ύω fut. -πήξω
to fix to or on, τί τινι Eur.:—absol. to affix to the cross, crucify, NTest.

Chinese

原文音譯:prosp»gnumi 普羅士-胚格匿米
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向著-繫牢
字義溯源:固定於,釘在,釘十字架;由(πρός)=向著)與(πήγνυμι)*=固定)組成;其中 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 釘十字架(1) 徒2:23