ξυλοκόπος: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> | |mltxt=-ο (Α [[ξυλοκόπος]], -ον)<br />(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, [[ιδίως]] από το [[δάσος]] («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>ζωολ.</b> η [[σφήκα]] [[ξυλοκόπη]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα πτηνά [[κελεός]] και [[κνιπολόγος]]) αυτός που χτυπά το [[ξύλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[κόπος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κόπτω]]), <b>πρβλ.</b> λιθο-[[κόπος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:21, 26 October 2023
English (LSJ)
ξυλοκόπον, (κόπτω)
A hewing, felling wood, πέλεκυς X.Cyr.6.2.36 (v.l. ξυλοτόμος).
b Subst. ξυλοκόπος, ὁ, wood-feller, LXX Jo.9.27(21), Str. 16.4.11.
2 pecking wood, of the birds κελεός and κνιπολόγος, Arist.HA593a9,14.
German (Pape)
[Seite 281] Holz hauend, schlagend, spaltend; πέλεκυς, Xen. Cyr. 6, 2, 36; Baumhacker, Specht, Arist. H. A. 8, 3 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui coupe du bois;
2 subst. ὁ ξυλοκόπος pivert (oiseau « qui entaille le bois »).
Étymologie: ξύλον, κόπτω.
Russian (Dvoretsky)
ξῠλοκόπος: II ὁ зоол. дятел Arst.
рубящий или колющий дрова (πέλεκυς Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ κόπτων ξύλα, πέλεκυς Ξεν. Κύρ. 6. 2, 36, ἔνθα ἕτεροι ξυλοτόμος. 2) ὁ κτυπῶν τὸ ξύλον, ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ κολεοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 8.
Greek Monolingual
-ο (Α ξυλοκόπος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που κόβει ξύλα, ιδίως από το δάσος («ἐνταῡθα δ' ἐφεστῶτες ξυλοκόποι κατακόπτουσι», Στράβ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. η σφήκα ξυλοκόπη
αρχ.
(για τα πτηνά κελεός και κνιπολόγος) αυτός που χτυπά το ξύλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -κόπος (< κόπτω), πρβλ. λιθο-κόπος.
Greek Monotonic
ξῠλοκόπος: -ον (κόπτω), αυτός που πελεκάει ή κόβει ξύλα, δρυοκολάπτης, ξυλοφάγος, σε Ξεν.