διαχαλάω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />[[relâcher]], [[ouvrir]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαλάω]].
|btext=[[διαχαλῶ]] :<br />[[relâcher]], [[ouvrir]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[χαλάω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 07:25, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχαλάω Medium diacritics: διαχαλάω Low diacritics: διαχαλάω Capitals: ΔΙΑΧΑΛΑΩ
Transliteration A: diachaláō Transliteration B: diachalaō Transliteration C: diachalao Beta Code: diaxala/w

English (LSJ)

A loosen, relax, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγός Arist.Pr.886b2; τὰς ἁρμονίας τοῦ σώματος Epicr. 3.19; δ. μέλαθρα unbar, E.IA1340.
II make supple by exercise, X.Eq.7.11.
III intr., to be disjointed, gape, ὀστέον Hp.VC12 (v.l. διαχαλασθῇ).

Spanish (DGE)

(διαχᾰλάω) I tr.
1 abrir μέλαθρα E.IA 1340
separar τὰ ... συνεστῶτα Thphr.CP 6.1.5.
2 disolver τὸ πῦρ διαχαλᾷ τὸ πεπηγὸς ἐν τῷ σώματι Arist.Pr.886b2
abs. ref. tal vez a la disolución de durezas o hinchazones Hippiatr.130.75.
3 distender, relajar τὸ σῶμα X.Eq.7.11
abs. relajar el vientre ἡ φλεβοτομία Mnaseas en Sor.19.15.
4 fig. acabar con, echar a perder (δόλιχος) τὰς ἁρμονίας ... διαχαλᾷ τοῦ σώματος (la carrera larga) le hace perder sus encantos corporales, e.e., la vejez, Epicr.3.15, en v. pas. τῷ μήκει τῶν ἄκρων χρόνων ... διαχαλᾶται τὸ ὕψος Longin.39.4.
II intr. abrirse, separarse ἕτοιμον ... ταύτῃ (τῇ ῥαφῇ) ... τὸ ὀστέον ... διαχαλᾶν el hueso tiene tendencia a abrirse por ahí (por la sutura) Hp.VC 12.

German (Pape)

[Seite 613] (s. χαλάω), 1) nachlassen, aus einander gehen lassen, τὰς ἁρμονίας σώματος Epicrat. bei Ath. XIII, 570 d; vgl. Xen. de re equ. 7, 11, d. i. in sanfte Bewegung setzen; dah. μέλαθρα, öffnen, Eur. I. A. 1340. – 2) intr., aus einander gehen, sich erweitern, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

διαχαλῶ :
relâcher, ouvrir.
Étymologie: διά, χαλάω.

Russian (Dvoretsky)

διαχᾰλάω:
1 растворять, отворять (διαχαλᾶτε μοι μέλαθρα Eur.);
2 делать гибким (τὸ σῶμα Xen.);
3 растоплять, расплавлять (ὥσπερἥλιος τὴν χιόνα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαχᾰλάω: μέλλ. -άσω, χαλαρώνω, διαλύω, τὸ πῦρ δ. τὸ πεπηγὸς Ἀριστ. Προβλ. 7. 3· τὰς ἀρμονίας τοῦ σώματος Ἐπικρ. Ἀντιλ. 2. 19 δ. μέλαθρα, ἀνοίγω, Εὐρ. Ι. Α. 1340. ΙΙ. καθιστῶ τινα ὑγρόν, εὔκαμπτον διὰ τῆς ἀσκήσεως, Ξεν. Ἱππ. 7, 11. ΙΙΙ. ἀμεταβ., χαλαροῦμαι, ἀνοίγομαι, χαίνω, ὀστέον Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903.

Greek Monotonic

διαχᾰλάω: μέλ. -άσω,
I. χαλαρώνω, ξαμπαρώνω, ελευθερώνω, ανοίγω, σε Ευρ.
II. καθιστώ κάτι εύκαμπτο μέσω της άσκησης, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. άσω
I. to loosen, unbar, Eur.
II. to make supple by exercise, Xen.