ἠμαθόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imathoeis
|Transliteration C=imathoeis
|Beta Code=h)maqo/eis
|Beta Code=h)maqo/eis
|Definition=ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or <b class="b3">-όεις, εν</b> if [[Πύλος]] ([[quod vide|q.v.]]) be fem.), Ep. for <b class="b3">ἀμ-,</b> ([[ἄμαθος]]) [[sandy]], [[epithet]] of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.''Sc.''360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)
|Definition=ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or ἠμαθόεις, ἠμαθεν if [[Πύλος]] ([[quod vide|q.v.]]) be fem.), Ep. for [[ἀμαθόεις]], ([[ἄμαθος]]) [[sandy]], [[epithet]] of the [[Elean]] [[Pylos]], Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.''Sc.''360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1164.png Seite 1164]] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von [[ἄμαθος]], [[sandig]]; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 [[παραθαλάσσιος]] erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form [[ἠμαθόεις]]; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1164.png Seite 1164]] ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, ep. statt [[ἀμαθόεις]] von [[ἄμαθος]], [[sandig]]; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 [[παραθαλάσσιος]] erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form [[ἠμαθόεις]]; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=όεσσα <i>ou</i> όεις, όεν;<br />[[sablonneux]].<br />'''Étymologie:''' ion. p. *ἀμαθόεις de [[ἄμαθος]].
|btext=ἠμαθόεσσα <i>ou</i> ἠμαθόεις, ἠμαθόεν;<br />[[sablonneux]].<br />'''Étymologie:''' ion. p. *ἀμαθόεις de [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἠμᾰθόεις:''' όεσσα, όεν ион. песчаный ([[Πύλος]] Hom., Hes.).
|elrutext='''ἠμᾰθόεις:''' ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν ион. [[песчаный]] ([[Πύλος]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠμαθόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />(επικ. τ. του [[αμαθόεις]]) ο [[αμμώδης]] («Πύλον ἠμαθόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=[[ἠμαθόεις]], ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (Α)<br />(επικ. τ. του [[αμαθόεις]]) ο [[αμμώδης]] («Πύλον ἠμαθόεντα», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμᾰθόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀμ-</i> ([[ἄμαθος]]), ο [[αμμώδης]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἠμᾰθόεις:''' ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Επικ. αντί <i>ἀμ-</i> ([[ἄμαθος]]), ο [[αμμώδης]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠμᾰθόεις, εσσα, εν [epic for ἀμᾰθόεις] [[ἄμαθος]]<br />[[sandy]], Hom.
|mdlsjtxt=ἠμᾰθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν [epic for ἀμᾰθόεις] [[ἄμαθος]]<br />[[sandy]], Hom.
}}
}}

Revision as of 11:46, 23 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμᾰθόεις Medium diacritics: ἠμαθόεις Low diacritics: ημαθόεις Capitals: ΗΜΑΘΟΕΙΣ
Transliteration A: ēmathóeis Transliteration B: ēmathoeis Transliteration C: imathoeis Beta Code: h)maqo/eis

English (LSJ)

ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or ἠμαθόεις, ἠμαθεν if Πύλος (q.v.) be fem.), Ep. for ἀμαθόεις, (ἄμαθος) sandy, epithet of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.Sc.360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)

German (Pape)

[Seite 1164] ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, ep. statt ἀμαθόεις von ἄμαθος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραθαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαθόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.

French (Bailly abrégé)

ἠμαθόεσσα ou ἠμαθόεις, ἠμαθόεν;
sablonneux.
Étymologie: ion. p. *ἀμαθόεις de ἄμαθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν ион. песчаный (Πύλος Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- (ἄμαθος), ἀμμώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· ὥστε ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον ἠμαθόεις, -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, διότι ἡ Ἦλις δὲν εἶναι ἀμμώδης, ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· ὡσαύτως, ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): sandy, epithet of Pylos.

Greek Monolingual

ἠμαθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (Α)
(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἠμᾰθόεις: ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἠμᾰθόεις, ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν [epic for ἀμᾰθόεις] ἄμαθος
sandy, Hom.