ἐξαλέομαι: Difference between revisions
σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=Dep. to [[beware]] of, [[avoid]], [[escape]], Il.; epic aor1 inf. [[ἐξαλέασθαι]], Hes., Ar., Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 3 March 2024
English (LSJ)
beware of, avoid, escape, ἔκ τ' ἀλέοντο Il.18.586; mostly in Ep. aor. 1 inf., Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, cf. 758,802, Orac. ap.Ar.Eq.1080: abs., τάων οὔτινά φημι διαμπερὲς ἐ. A.R.2.319, cf. 3.466: pres. ἐξαλέονται Q.S.2.385.—Ep. word, cf. ἐξαλεύομαι.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰλέομαι) • Alolema(s): ἐξᾰλεύομαι S.Ai.656 (cód., pero cf. ἐξαλύσκω)
evitar, escapar a c. ac. οὔ τί πη ἔστι Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes.Op.105, πέμπτας δ' ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί evita los quintos días, pues (son) duros y terribles Hes.Op.802, ἀμυδρὴν χοιράδ' ἐξαλεύμενος Archil.229, Κυλλήνην Orác. en Ar.Eq.1080, ὡς ἂν ... μῆνιν ... ἐξαλεύσωμαι θεᾶς S.l.c., φράζεο δ' ὅππως χεῖρας ἐμὰς ... ἐξαλέοιο A.R.1.490, οὐ γάρ κε κακὸν μόρον ἐξαλέαισθε A.R.2.339, βλαβερὸν δάκος Nic.Th.121, cf. Opp.H.5.104, ἐπεὶ Θέμιν οὔ ποτ' ἀλιτροὶ ἀνέρες ἐξαλέονται Q.S.13.370, cf. 2.385, c. or. inf. μηδ' ἐπὶ κρηνάων οὐρεῖν, μάλα δ' ἐξαλέασθαι y no orines en las fuentes, guárdate bien (de ello) Hes.Op.758, c. compl. τάων οὔ τινά φημι διαμπερὲς ἐξαλέασθαι afirmo que nadie ha escapado a través de ellas ref. a las rocas Cianeas, A.R.2.319, c. gen. κακοῦ ἐξαλέασθε Cod.Vis.Pat.16
•abs. evitar, esquivar ὑλάκτεον ἔκ τ' ἀλέοντο los perros a los leones Il.18.586 (tm.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 866] (s. ἀλέομαι), vermeiden, ausweichen, entkommen; Hom. ἔκ τ' ἀλέοντο Il. 18, 586; Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Hes. O. 105. 800; Ar. Equ. 1080, Orakel; Ap. Rh. 2, 611; ἐξαλέονται Qu. Sm. 2, 385. – Auch τινός, Ap. Rh. 2, 319. – Der aor. μῆνιν βαρεῖαν ἐξαλεύσωμαι θεᾶς Soph. Ai. 641.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
se garder de, chercher à éviter, acc. ou gén..
Étymologie: ἐξ, ἀλέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰλέομαι: уклоняться, остерегаться, избегать (sc. λέοντα Hom. - in tmesi, Διὸς νόον Hes.; χρησμόν Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰλέομαι: φυλάττομαι ἀπό τινος, ἐκκλίνω, ἔκ τ’ ἀλέοντο, «καὶ ἐξέκλινον» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Σ. 586· τὸ πλεῖστον ἐν Ἐπικῷ ἀπαρ., ἀόρ. α΄, Διὸς νόον ἐξαλέασθαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105, 756, 800, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1080· ὡσαύτως μετὰ γεν., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 319· ἐνεστ. ἐξαλέονται Κόϊντ. Σμ. 2. 385. ― Ἐπικ. λέξις, πρβλ. τὸ ἑπομ.
Greek Monolingual
ἐξαλέομαι (Α) αλέομαι
φυλάγομαι, ξεφεύγω από κάποιον.
Greek Monotonic
ἐξᾰλέομαι: αποθ., φυλάγομαι από, αποφεύγω, διαφεύγω, σε Ομήρ. Ιλ.· απαρ. Επικ. αορ. αʹ ἐξαλέασθαι, σε Ησίοδ., Αριστοφ.
Middle Liddell
Dep. to beware of, avoid, escape, Il.; epic aor1 inf. ἐξαλέασθαι, Hes., Ar., Soph.