ὀρσολοπεύω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orsolopeyo
|Transliteration C=orsolopeyo
|Beta Code=o)rsolopeu/w
|Beta Code=o)rsolopeu/w
|Definition=or [[ὀρσολοπέω]], [[irritate]], [[provoke]], c. acc., <b class="b3">ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις</b>; ''h.Merc.''308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., [[ὀρσολοπεῖται θυμός]] = [[my heart is troubled]], A.''Pers.''10 (anap.).
|Definition=or [[ὀρσολοπέω]], [[irritate]], [[provoke]], c. acc., <b class="b3">ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις</b>; ''h.Merc.''308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., [[ὀρσολοπεῖται θυμός]] = [[my heart is troubled]], [[Aeschylus|A.]]''[[The Persians|Pers.]]''10 (anap.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:41, 17 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσολοπεύω Medium diacritics: ὀρσολοπεύω Low diacritics: ορσολοπεύω Capitals: ΟΡΣΟΛΟΠΕΥΩ
Transliteration A: orsolopeúō Transliteration B: orsolopeuō Transliteration C: orsolopeyo Beta Code: o)rsolopeu/w

English (LSJ)

or ὀρσολοπέω, irritate, provoke, c. acc., ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις; h.Merc.308; ὀρσολοπεύει μύθῳ ὀνειδείῳ Max. 107:—Pass., ὀρσολοπεῖται θυμός = my heart is troubled, A.Pers.10 (anap.).

German (Pape)

[Seite 387] u. ὀρσολοπέω, reizen, kränken, anfeinden, anfallen, τινά, ἦ με βοῶν ἕνεχ' ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις, H. h. Merc. 308; Phot. erkl. πολεμεῖν, λοιδορεῖν. – Pass., ὀρσολοπεῖται θυμὸς ἔσωθεν, Aesch. Pers. 10 (v.l. ὀρσοπολεῖται), was Hesych. erkl. διαπολεμεῖται, ταράσσεται. Von

French (Bailly abrégé)

assaillir, harceler, tourmenter.
Étymologie: ὀρσόλοπος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσολοπεύω: и ὀρσολοπέω тревожить, мучить, терзать (τινα HH): ὀρσολοπεῖται θυμός Aesch. душа встревожена.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσολοπεύω: ἢ -έω, ἐξερεθίζω, μετ’ αἰτ., ἦ με βοῶν ἕνεχ’ ὧδε χολούμενος ὀρσολοπεύεις Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 308· μύθῳ ὀνειδείῳ ὀρσολοπεύει Μάξιμ. Τύρ. 107. - Παθ., θυμὸς ὀρσολοπεῖται, ἡ καρδία μου ταράσσεται, Αἰσχύλ. Πέρσ. 10.

Greek Monolingual

ὀρσολοπεύω ή ὀρσολοπῶ, -έω (Α) ορσόλοπος
προκαλώ την οργή κάποιου, ταράζω, διεγείρω ερεθίζω κάποιον.

Greek Monotonic

ὀρσολοπεύω: ή -έω, ερεθίζω, προκαλώ, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., θυμὸςὀρσολοπεῖται, η καρδιά μου ταράζεται, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀρσολοπεύω, [or -έω]
to irritate, provoke, Hhymn.:— Pass., θυμὸς ὀρσολοπεῖται my heart is troubled, Aesch.