ὁδωτός: Difference between revisions
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=odotos | |Transliteration C=odotos | ||
|Beta Code=o(dwto/s | |Beta Code=o(dwto/s | ||
|Definition=ὁδωτή, ὁδωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[passable]], <b class="b3">γῆν ὁ. ἐποίησε</b> [[falsa lectio|f.l.]] in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.<br><span class="bld">II</span> [[practicable]], [[feasible]], ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.''OC''495. | |Definition=ὁδωτή, ὁδωτόν,<br><span class="bld">A</span> [[passable]], <b class="b3">γῆν ὁ. ἐποίησε</b> [[falsa lectio|f.l.]] in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.<br><span class="bld">II</span> [[practicable]], [[feasible]], ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''495. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:48, 30 October 2024
English (LSJ)
ὁδωτή, ὁδωτόν,
A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid.
II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.
German (Pape)
[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.
Russian (Dvoretsky)
ὁδωτός: досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.
Greek Monolingual
ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.
Greek Monotonic
ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.
Middle Liddell
ὁδωτός, ή, όν ὁδόω
passable: practicable, Soph.
Translations
passable
Bulgarian: проходим; Catalan: transitable; Finnish: kulkukelpoinen; German: passierbar; Greek: διαβατός; Ancient Greek: ἀμεύσιμος, βάσιμος, βατός, διαβατός, ἐμβατός, εὔβατος, εὔπορος, ἰτός, ὁδεύσιμος, ὁδοιπόριστος, ὁδωτός, περάσιμος, πορεύσιμος, πορευτός, πόριμος, πρακτός; Italian: passabile; Latin: pervius; Norwegian Bokmål: farbar; Nynorsk: farbar; Polish: przekraczalny