ναυπηγός: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναυ-[[πηγός]], οῦ, ὁ, [[πήγνυμι]]<br />a shipwright, Thuc., Plat.
|mdlsjtxt=ναυ-[[πηγός]], οῦ, ὁ, [[πήγνυμι]]<br />a shipwright, Thuc., Plat.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[navium aedificator]]'', [[shipbuilder]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.13.3/ 1.13.3].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγός Medium diacritics: ναυπηγός Low diacritics: ναυπηγός Capitals: ΝΑΥΠΗΓΟΣ
Transliteration A: naupēgós Transliteration B: naupēgos Transliteration C: nafpigos Beta Code: nauphgo/s

English (LSJ)

ὁ, (πήγνυμι) shipbuilder, shipwright, Th.1.13, Pl.R. 333c, al., PPetr.2 p.61 (iii B. C.), PCair.Zen.270.8 (iii B.C.):—written ναϝυπηγός IG12.672; ναπηγός ib.428.

German (Pape)

[Seite 232] Schiffe zusammenfügend, ὁ, Schiffszimmermann, Schiffsbauer; Thuc. 1, 13; Plat. Gorg. 455 b Rep. I, 333 c; Pol. 1, 20, 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
constructeur de navires.
Étymologie: ναῦς, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ναυπηγός:кораблестроитель Thuc., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγός: ὁ, (πήγνυμι) ὁ ναυπηγῶν, κατασκευάζων πλοῖα, Θουκ. 1. 13, Πλάτ. Πολ. 333C, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο (Α ναυπηγός και ναFυπηγός και ναπηγός)
(γενικά) αυτός που κατασκευάζει πλοία («ναυπηγὸς ναῦς ποιήσας τέσσαρας», Θουκ.)
νεοελλ.
(ειδικά) ειδικός επιστήμονας που σχεδιάζει πλοία και διευθύνει τις εργασίες της κατασκευής τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγός (< πήγνυμι), πρβλ. αμαξο-πηγός, ασπιδο-πηγός.

Greek Monotonic

ναυπηγός: ὁ (πήγνυμι), κατασκευαστής πλοίων, ναυπηγός, σε Θουκ., Πλάτ.

Middle Liddell

ναυ-πηγός, οῦ, ὁ, πήγνυμι
a shipwright, Thuc., Plat.

Lexicon Thucydideum

navium aedificator, shipbuilder, 1.13.3.