κατάμεμψις: Difference between revisions
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κατάμεμψις]], εως [from [[καταμέμφομαι]]<br />a [[blaming]], [[finding]] [[fault]], Thuc.; οὐκ [[ἔχει]] τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no [[ground]] for [[censure]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[κατάμεμψις]], εως [from [[καταμέμφομαι]]<br />a [[blaming]], [[finding]] [[fault]], Thuc.; οὐκ [[ἔχει]] τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no [[ground]] for [[censure]], Thuc. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[obiurgatio]]'', [[reproach]], [[rebuke]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.41.3/ 2.41.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.75.5/ 7.75.5]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:52, 16 November 2024
English (LSJ)
-εως, ἡ, blaming, finding fault with, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Th.7.75, cf. Plu.Mar.39; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Th.2.41, cf. J.AJ6.6.3.
German (Pape)
[Seite 1363] ἡ, Tadel, Vorwurf, Anklage, τινὶ ἔχειν, der ἀγανάκτησις entsprechend, Thuc. 2, 41; κατάμ. σφῶν αὐτῶν ἦν, sie klagten sich selbst an, 7, 75; Sp., wie D. Hal. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
blâme, reproche, accusation.
Étymologie: καταμέμφομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάμεμψις -εως, ἡ [καταμέμφομαι] kritiek, verwijt.
Russian (Dvoretsky)
κατάμεμψις: εως ἡ порицание, обвинение, упрек (ἑαυτοῦ Plut.): οὐκ ἔχει ἐμοὶ κατάμεμψιν Thuc. у меня нет оснований жаловаться; κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Thuc. они осыпали друг друга упреками.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμεμψις: -εως, ἡ, ψόγος, κατηγορία, δυσαρέστησις, παράπονον, κ. σφῶν αὐτῶν πολλὴ ἦν Θουκ. 7. 75· οὔτε τῷ πολεμίῳ ἀγανάκτησιν ἔχει οὔτε τῷ ὑπηκόῳ κατ., δὲν παρέχει ἀφορμὴν πρὸς μομφήν, ὁ αὐτ. 2. 41· μετάνοια γνώμης καὶ κατάμεμψις ἑαυτῶν Πλουτ. Μάρ. 39.
Greek Monolingual
κατάμεμψις, ἡ (Α) καταμέμφομω
κατηγορία, παράπονο.
Greek Monotonic
κατάμεμψις: -εως, ἡ, κατηγορία, ψόγος, σε Θουκ.· οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν, δεν του αφήνει έδαφος, περιθώρια για επίκριση, στον ίδ.
Middle Liddell
κατάμεμψις, εως [from καταμέμφομαι
a blaming, finding fault, Thuc.; οὐκ ἔχει τινὶ κατάμεμψιν it leaves him no ground for censure, Thuc.
Lexicon Thucydideum
obiurgatio, reproach, rebuke, 2.41.3, 7.75.5.