ἀπολιβάζω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apolivazo | |Transliteration C=apolivazo | ||
|Beta Code=a)poliba/zw | |Beta Code=a)poliba/zw | ||
|Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to drop off]], [[throw away]], Pherecr.42.<br><span class="bld">II</span> intr., [[drop off]], [[vanish]], οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. Ar.''Av.''1467. | |Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to drop off]], [[throw away]], Pherecr.42.<br><span class="bld">II</span> intr., [[drop off]], [[vanish]], οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''1467. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 07:05, 21 September 2023
English (LSJ)
A cause to drop off, throw away, Pherecr.42.
II intr., drop off, vanish, οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.206, cf. Ar.Av.1467.
Spanish (DGE)
(ἀπολῐβάζω) I 1mandar a paseo τρυγώνους καὶ λύρας Pherecr.47.
2 intr. largarse οὐκ ἀπολιβάξεις εἰς ἀποικίαν τινά; Eup.223, cf. Ar.Au.1467.
II gotear Hsch.s.u. ἀπολιβάσαι (cf. ἀπολείβω).
German (Pape)
[Seite 312] (eigtl. wegtröpfeln). intr., Phereer. u. Eupol. bei B. A. 431 (ἀπὸ τῆς λιβάδος ἐκρυῆναι); Ar. Av. 1467 οὐκ ἀπολιβάξεις, wirst du dich nicht fortpacken? wo der Schol. gar an ἐς Λιβύην ἀποφθερῇ gedacht; Hesych. ἀποῤῥυήσει, ἀποφθερεῖ. Vgl. ἀπολιταργίζω.
French (Bailly abrégé)
1 intr. faire ses paquets pour déguerpir, déguerpir;
2 tr. faire déguerpir.
Étymologie: ἀπό, λιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολῐβάζω: убираться прочь Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολῐβάζω: μέλλ. -ξω, κυρίως, ἀσποστάζω, ἀλλὰ καὶ ἀπορρίπτω, «ἀπολιβάξαι· το ἐκρυῆναι ἀπὸ τῆς λιβάδος…, οἱ δὲ ἀπορρίψαι και ἀποφθείρειν, Φερεκρ. ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 8. Α. Β. 431, 3. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκπίπτω, πόρρω απέρχομαι, ἐξαφανίζομαι, οὐκ απολιβάξεις εἰς ἀποκίαν τινὰ Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 28, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1467· καὶ ἴδε ἀπολιταργέω.
Greek Monolingual
ἀπολιβάζω (Α) λιβάζω
1. σταλάζω κάτω, χύνομαι
2. απέρχομαι μακριά, εξαφανίζομαι.
Greek Monotonic
ἀπολῐβάζω: μέλ. -ξω, αποστάζω, εκπίπτω, εξαφανίζομαι, σε Αριστοφ.