καλλίζωνος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύζωνος]], [[εύζωνος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῖκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), [[πρβλ]]. [[βαθύζωνος]], [[εύζωνος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίζωνος Medium diacritics: καλλίζωνος Low diacritics: καλλίζωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΖΩΝΟΣ
Transliteration A: kallízōnos Transliteration B: kallizōnos Transliteration C: kallizonos Beta Code: kalli/zwnos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.

German (Pape)

[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίζωνος -ον [καλός, ζώνη] met mooie gordel.

Russian (Dvoretsky)

καλλίζωνος: красиво подпоясанный (γυναῖκες Hom.).

English (Autenrieth)

with beautiful girdles. (See cut No. 44.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῖκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος, εύζωνος].

Greek Monotonic

καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.

Middle Liddell

καλλί-ζωνος, ὁ, ἡ, ζώνη
with beautiful girdles, Hom.