διαφυγγάνω: Difference between revisions
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt== [[διαφεύγω]], Thuc., Aeschin.] | |mdlsjtxt== [[διαφεύγω]], Thuc., Aeschin.] | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[diffugere]]'', to [[flee in different directions]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.44.8/ 7.44.8]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 14:01, 16 November 2024
English (LSJ)
= διαφεύγω, Heraclit.86, Th.7.44, Aeschin.3.10, J. AJ19.1.15.
Spanish (DGE)
1 intr. huir, escapar ἡ δὲ νοῦσος θανασίμη, καὶ παῦροι διαφυγγάνουσι Hp.Int.10, c. giro prep. διεφύγγανον ἐκ τῶν δικαστηρίων Aeschin.3.10, ἐς τὸ στρατόπεδον διεφύγγανον Th.7.44.
2 tr. huir, eludir c. ac. οὐ διαφυγγάνει ... τό τε εἰς τὴν ἔρευναν ἀκριβές no elude la búsqueda minuciosa I.AI 19.126, τὸν θάνατον Eutecnius Th.Par.44.17, c. inf. τῶν μὲν θείων τὰ πολλὰ ... διαφυγγάνει μὴ γιγνώσκεσθαι la mayor parte de lo que concierne a la divinidad ... escapa al conocimiento Heraclit.B 86.
German (Pape)
[Seite 612] = διαφεύγω, nur pr. u. impf.; Thuc. 7, 44; ἐκ τῶν δικαστηρίων Aesch. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf;
c. διαφεύγω.
Étymologie: διά, φυγγάνω.
Russian (Dvoretsky)
διαφυγγάνω: Thuc., Aeschin. = διαφεύγω.
Greek (Liddell-Scott)
διαφυγγάνω: διαφεύγω, Θουκ. 7. 44, Αἰσχίν. 55. 13.
Greek Monolingual
διαφυγγάνω (Α)
1. διαφεύγω, ξεφεύγω
2. διαφεύγω την προσοχή κάποιου.
Greek Monotonic
διαφυγγάνω: = δια-φεύγω, σε Θουκ., Αισχίν.
Middle Liddell
= διαφεύγω, Thuc., Aeschin.]