ἐπισυνδίδωμι: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)δίδωμι" to "Full diacritics=$1δῐ́δωμι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=ἐπισυνδῐ́δωμι | ||
|Medium diacritics=ἐπισυνδίδωμι | |Medium diacritics=ἐπισυνδίδωμι | ||
|Low diacritics=επισυνδίδωμι | |Low diacritics=επισυνδίδωμι |
Revision as of 16:20, 15 February 2024
English (LSJ)
rush in together, of streams, Plu.Aem.14.
German (Pape)
[Seite 987] (s. δίδωμι), nachgeben, sich nachsenken, Plut. Aemil. 14.
French (Bailly abrégé)
se joindre à, s'ajouter à.
Étymologie: ἐπί, συνδίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισυνδίδωμι: поддаваться, уступать (τινί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυνδίδωμι: συνωθοῦμαι πρὸς τὰ ἐμπρός, ἐπισυνδιδόντων ὁλκῇ καὶ φορᾷ τοῦ θλιβομένου πρὸς τὸ κενούμενον Πλουτ. Αἰμιλ. 14.
Greek Monolingual
ἐπισυνδίδωμι (Α)
(για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»].
Greek Monotonic
ἐπισυνδίδωμι: συνωθούμαι προς τα εμπρός, σε Πλούτ.