ἀλλόθροος: Difference between revisions
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ους, -ουν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de lengua extranjera]], [[extranjero]] κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους <i>Od</i>.3.302, 15.453, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους <i>Od</i>.1.183, ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν <i>Od</i>.14.43, cf. Fauorin.<i>de Ex</i>.11.10, στρατός Hdt.1.78, [[Αἴγυπτος]] Hdt.3.11, πόλις A.<i>A</i>.1200, χθονίης ... βοῆς ἀλλόθροον ἠχώ Nonn.<i>D</i>.9.270.<br /><b class="num">2</b> [[extraño]], [[ajeno]] incluso [[enemigo]] ἀπ' ἀλλόθρου γνώμας por un consejo extraño (del Centauro a Deyanira)</i>, S.<i>Tr</i>.844.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> (ὁ, ἡ) [[extranjero]], [[extraño]], [[desconocido]] πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος todo el mundo está dispuesto a difamar a los extranjeros</i> A.<i>Supp</i>.973, ὁ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὁ δ' ἀλλόθρους uno es un marinero de tu barco, el otro un desconocido</i> S.<i>Ph</i>.540.<br /><b class="num">2</b> τὸ | |dgtxt=-οον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> contr. -ους, -ουν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de lengua extranjera]], [[extranjero]] κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους <i>Od</i>.3.302, 15.453, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους <i>Od</i>.1.183, ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν <i>Od</i>.14.43, cf. Fauorin.<i>de Ex</i>.11.10, στρατός Hdt.1.78, [[Αἴγυπτος]] Hdt.3.11, πόλις A.<i>A</i>.1200, χθονίης ... βοῆς ἀλλόθροον ἠχώ Nonn.<i>D</i>.9.270.<br /><b class="num">2</b> [[extraño]], [[ajeno]] incluso [[enemigo]] ἀπ' ἀλλόθρου γνώμας por un consejo extraño (del Centauro a Deyanira)</i>, S.<i>Tr</i>.844.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> (ὁ, ἡ) [[extranjero]], [[extraño]], [[desconocido]] πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος todo el mundo está dispuesto a difamar a los extranjeros</i> A.<i>Supp</i>.973, ὁ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὁ δ' ἀλλόθρους uno es un marinero de tu barco, el otro un desconocido</i> S.<i>Ph</i>.540.<br /><b class="num">2</b> [[τὸ ἀλλόθροον]] = [[variedad de lenguas]] en un ejército, D.C.41.60.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:40, 21 November 2023
English (LSJ)
ἀλλόθροον, contr. ἀλλόθρους, ουν (as always in Trag.) speaking a strange tongue, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρ., Od. 1.183, 3.302, 15.453: generally, foreign, στρατός Hdt.1.78; Αἴγυπτος Id.3.11; πόλις A.Ag.1200; strange, alien, γνώμη S.Tr.844.—Not in Att. Prose.
Spanish (DGE)
-οον
• Alolema(s): contr. -ους, -ουν
I 1de lengua extranjera, extranjero κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.3.302, 15.453, ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους Od.1.183, ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν Od.14.43, cf. Fauorin.de Ex.11.10, στρατός Hdt.1.78, Αἴγυπτος Hdt.3.11, πόλις A.A.1200, χθονίης ... βοῆς ἀλλόθροον ἠχώ Nonn.D.9.270.
2 extraño, ajeno incluso enemigo ἀπ' ἀλλόθρου γνώμας por un consejo extraño (del Centauro a Deyanira), S.Tr.844.
II subst.
1 (ὁ, ἡ) extranjero, extraño, desconocido πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος todo el mundo está dispuesto a difamar a los extranjeros A.Supp.973, ὁ μὲν νεὼς σῆς ναυβάτης, ὁ δ' ἀλλόθρους uno es un marinero de tu barco, el otro un desconocido S.Ph.540.
2 τὸ ἀλλόθροον = variedad de lenguas en un ejército, D.C.41.60.6.
German (Pape)
[Seite 103] zsgzg. ἀλλόθρους, cinc andere, fremde Sprache redend, fremd, Hom. viermal, Od. 1, 183 πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 3, 302 ήλᾶτο ξὺν νηυσὶ κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 15, 453 ὅπῃ περάσητε κατ' ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, 14, 43 πλάζετ' ἐπ' ἀλλοθρόων ἀνδρῶν δῆμόν τε πόλιν τε; – Her. στρατός 1, 78. 3, 11; Aesch. πόλις Ag. 1 173 vgl. Suppl. 951; Soph. ἀπ' ἀλλόθρου γνώμης Tr. 841; von anderer Absicht, Sp., wie Dio Cass. 41, 60.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
qui parle une autre langue, étranger ; ἀλλόθροος γνώμα SOPH conseil d'autrui.
Étymologie: ἄλλος, θρέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλόθροος: стяж. ἀλλόθρους 2 чужеязычный, т. е. иноземный, чужой (ἄνθρωποι Hom.; πόλις Aesch.; στρατός Her.): ἀ. γνώμη Soph. совет незнакомца.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλόθροος: -ον, Ἀττ. συνῃρ. θρους, ουν (ὡς ἀείποτε παρὰ τοῖς τραγ.) ― ὁ λαλῶν ξένην γλῶσσαν· ἐπ’ ἀλλοθρόους ἀνθρώπους, κατ’ ἀλλοθρόους ἀνθρ., Ὀδ., ὡς Α. 183, Γ. 302, Ο. 453· ἐπ’ ἀλλοθρόων ἀνθρ., Ξ. 43: καθόλου, = ξένος, στρατός, Ἡρόδ. 1. 78: Αἴγυπτος, ὁ αὐτ. 3. 11· πόλις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1200· ξένος, ἀλλότριος, γνώμη, Σοφ. Τρ. 844. ― Οὐχὶ παρὰ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις.
English (Autenrieth)
speaking a strange tongue. (Od.)
Greek Monotonic
ἀλλόθροος: -ον, Αττ. συνηρ. -θρους, -ουν, αυτός που ομιλεί ξένη γλώσσα, σε Ομήρ. Οδ.· γενικά, ξένος, αλλότριος, μη οικείος, σε Ηρόδ., Τραγ.
Middle Liddell
speaking a strange tongue, Od.; generally, foreign, strange, alien, Hdt., Trag.