ἀχθοφόρος: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[que lleva la carga]], de anim. [[de carga]] κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι D.S.17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.<i>NA</i> 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.<i>D</i>.4.288, ναῦς Socr.Sch.<i>HE</i> 7.37<br /><b class="num">•</b>de pers., gener. subst. o c. [[ἀνήρ]] [[cargador]], [[mozo de cuerda]] Luc.<i>Herod</i>.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.<i>D</i>.20.166, Agath.4.30.7<br /><b class="num">•</b>ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga</i> Nonn.<i>D</i>.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.<i>Hom</i>.13.4.3. | |dgtxt=-ον<br />[[que lleva la carga]], de anim. [[de carga]] κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι [[Diodorus Siculus|D.S.]]17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.<i>NA</i> 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.<i>D</i>.4.288, ναῦς Socr.Sch.<i>HE</i> 7.37<br /><b class="num">•</b>de pers., gener. subst. o c. [[ἀνήρ]] [[cargador]], [[mozo de cuerda]] Luc.<i>Herod</i>.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.<i>D</i>.20.166, Agath.4.30.7<br /><b class="num">•</b>ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga</i> Nonn.<i>D</i>.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.<i>Hom</i>.13.4.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:55, 27 March 2024
English (LSJ)
ἀχθοφόρον,
A bearing burdens, κτήνεα Hdt.7.187; ὑποζύγια D.H.1.85; μύρμηκες Ael.NA 2.25.
II as substantive, porter, Gell.5.3.2, Luc.Herod.5.
Spanish (DGE)
-ον
que lleva la carga, de anim. de carga κτήνεα Hdt.7.187, ὑποζύγια D.H.1.85, ἡμίονοι, κάμηλοι D.S.17.71, μύρμηκες οἱ ἀχθοφόροι frente a οἱ κοῦφοι Ael.NA 2.25, de vehículos ἅμαξαι frente a ἅρματα Nonn.D.4.288, ναῦς Socr.Sch.HE 7.37
•de pers., gener. subst. o c. ἀνήρ cargador, mozo de cuerda Luc.Herod.5, Poll.7.130, Gal.3.267, D.C.62.6.2, Man.4.251, 443, Nonn.D.20.166, Agath.4.30.7
•ref. a una sirvienta ἀχθοφόρου διὰ κόλπου en su regazo propio para la carga Nonn.D.3.85, fig. περινοστεῖτε βαρεῖς κριταὶ καὶ ἀσθενεῖς ἀχθοφόροι Ast.Am.Hom.13.4.3.
German (Pape)
[Seite 418] lasttragend, κτήνεα Her. 7, 187 u. Sp., wie Ael. H. A. 2, 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des fardeaux.
Étymologie: ἄχθος, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἀχθοφόρος: таскающий тяжести, вьючный (κτήνεα Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀχθοφόρος: -ον, (φέρω) ὁ φέρων φορτία, κτήνεα Ἡρόδ. 7. 187· ὑποζύγια Διον. Ἁλ. 1. 85, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἀχθοφόρος, Τουρκ. «χαμάλης», Γέλλ. 5. 3.
Greek Monolingual
ο (Α ἀχθοφόρος, -ον)
ο εργάτης που μεταφέρει φορτία
αρχ.
φρ. «κτήνεα ἀχθοφόρα», «ὑποζύγια ἀχθοφόρα» — ζώα που χρησιμοποιούνται για να μεταφέρουν φορτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άχθος + -φορος < φέρω.
Greek Monotonic
ἀχθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που σηκώνει φορτία, σε Ηρόδ.