σιταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 36: Line 36:
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=Ἀπό τό [[σῖτος]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[σῖτος]].
|mantxt=Ἀπό τό [[σῖτος]] + [[ἄγω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[σῖτος]].
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[frumento vehendo aptus]]'', [[suitable for conveying grain]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.30.1/ 6.30.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.44.1/ 6.44.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.4.1/ 8.4.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:44, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτᾰγωγός Medium diacritics: σιταγωγός Low diacritics: σιταγωγός Capitals: ΣΙΤΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: sitagōgós Transliteration B: sitagōgos Transliteration C: sitagogos Beta Code: sitagwgo/s

English (LSJ)

σιταγωγόν, (ἄγω) conveying corn, πλοῖα provision-ships, Hdt.7.147; ἄκατοι ib. 186; νῆες And.2.21, Th.8.4; ὁλκάδες Id.6.30; cf. σιτηγός.

German (Pape)

[Seite 884] Getreide führend, herbeiführend; σ. πλοῖα, Proviantschiffe, Her. 7, 147; Thuc. 6, 33. 8, 4; Xen. An. 1, 7, 15; Andoc. 2, 21; Sp., s. Lob. Phryn. p. 430.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui transporte du blé.
Étymologie: σῖτος, ἄγω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιτᾰγωγός -όν [σῖτος, ἄγω] graan vervoerend, voor graantransport.

Russian (Dvoretsky)

σῑτᾰγωγός: привозящий зерновой хлеб, доставляющий продовольствие (πλοῖα Her., Xen.; ὁλκάδες Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

σῑτᾰγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ φέρων ἢ μεταφέρων σῖτον εἴς τινα τόπον, σ. πλοῖα, φέροντα τὰς τροφάς, Ἡρόδ. 7. 137· ἄκατοι αὐτόθι 186· ναῦς Ἀνδοκ. 22. 21, Θουκ. 8. 4· ὁλκὰς αὐτόθι 6. 30· πρβλ. σιτηγός, καὶ ἴδε Φρύνιχ. σ. 430.

Greek Monolingual

-ό / σιταγωγός, -όν, ΝΜΑ
(για πλοίο) αυτός που μεταφέρει σιτάρι
αρχ.
αυτός που μεταφέρει τρόφιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λαφυραγωγός].

Greek Monotonic

σῑτᾰγωγός: -όν, αυτός που μεταφέρει σιτηρά, σιταγωγὰ πλοῖα, επισιτιστικά πλοία, σε Ηρόδ.· σιταγωγὸς ναῦς, σε Θουκ.

Middle Liddell

σῑτ-ᾰγωγός, όν
conveying or transporting corn, ς. πλοῖα provision-ships, Hdt.; ς. ναῦς Thuc.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σῖτος + ἄγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη σῖτος.

Lexicon Thucydideum

frumento vehendo aptus, suitable for conveying grain, 6.30.1, 6.44.1, 8.4.1.