προσαράσσω: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "attic" to "Attic") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosarasso | |Transliteration C=prosarasso | ||
|Beta Code=prosara/ssw | |Beta Code=prosara/ssw | ||
|Definition=Att. [[προσαράττω]], [[dash against]], τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.''AJ''14.13.10; <b class="b3">π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν</b>, [[slam]] the door in one's [[face]], Luc.''DMeretr.'' 15.2, ''Nav.''22; especially of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.''Marc.''15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.''VH''2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; <b class="b3">π. τὰς ναῦς</b> [[wreck]] them, Philostr.''VA''4.32; [[shatter]], τὸν οὐρανόν Iamb.''Myst.''6.5:—Pass., to [[be dashed against]], αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.''BJ'' 6.3.2; τῇ γῇ Ael.''NA''12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27. | |Definition=Att. [[προσαράττω]], [[dash against]], τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ [[Diodorus Siculus|D.S.]]34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.''AJ''14.13.10; <b class="b3">π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν</b>, [[slam]] the door in one's [[face]], Luc.''DMeretr.'' 15.2, ''Nav.''22; especially of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.''Marc.''15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.''VH''2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; <b class="b3">π. τὰς ναῦς</b> [[wreck]] them, Philostr.''VA''4.32; [[shatter]], τὸν οὐρανόν Iamb.''Myst.''6.5:—Pass., to [[be dashed against]], αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.''BJ'' 6.3.2; τῇ γῇ Ael.''NA''12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:38, 27 March 2024
English (LSJ)
Att. προσαράττω, dash against, τὰ ὑπομάζια τῇ γῇ D.S.34/5.2.12; πέτρᾳ τὴν κεφαλήν J.AJ14.13.10; π. τινὶ τὰς θύρας, εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, slam the door in one's face, Luc.DMeretr. 15.2, Nav.22; especially of shipwreck, π. ναῦς σκοπέλοις Plu.Marc.15; τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.VH2.47; ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν D.C.48.47; π. τὰς ναῦς wreck them, Philostr.VA4.32; shatter, τὸν οὐρανόν Iamb.Myst.6.5:—Pass., to be dashed against, αἱμασιαῖς Ph.2.123; τῷ λιθοστρώτῳ J.BJ 6.3.2; τῇ γῇ Ael.NA12.21; ταῖς πέτραις Alciphr.1.1: also intr. in Act., ἡ τοῦ ποταμοῦ ῥύσις τοῖς ὄχθοις π. D.S.5.27.
German (Pape)
[Seite 752] att. -ττω, daranschlagen, -stoßen, -werfen, ναῦς σκοπέλοις, Plut. Marcell. 15; ναῦν πρὸς ἄκραν D. Cass. 48, 47, u. Sp.; πρ. τινὶ τὰς θύρας, Einem die Thür vor der Nase zuschmeißen, Luc. D. Merc. 15, 2, vgl. Nav. 22.
French (Bailly abrégé)
heurter contre ; Pass. se heurter contre, τινι.
Étymologie: πρός, ἀράσσω.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰράσσω: атт. προσᾰράττω ударять, швырять (τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Luc.; τὰς ναῦς σκοπέλοις Plut.): π. τὰς θύρας (τινί) и π. τὴν θύραν εἰς τὸ μέτωπον Luc. захлопнуть дверь перед чьим-л. носом.
Greek (Liddell-Scott)
προσαράσσω: Ἀττ. -ττω, ὠθῶ ἢ ῥίπτω τι ἐπάνω εἴς τι μεθ’ ὁρμῆς, πρ. τινὶ τὰς θύρας ἢ εἰς τὸ μέτωπον τὴν θύραν, κλείω μεθ’ ὁρμῆς καὶ κρότου τὴν θύραν κατὰ πρόσωπόν τινος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 15. 2, Πλοῖον ἢ Εὐχ. 22· μάλιστα ἐπὶ ναυαγίου, πρ. ναῦς σκοπέλοις Πλούτ. Μάρκελλ. 15· τὸ σκάφος τῷ αἰγιαλῷ Λουκ. περὶ Ἀληθ. Ἱστ. 2. 47· ναῦς πρὸς τὴν ἄκραν Δίων Κ. 48. 47· πρ. τὰς ναῦς Φιλόστρ. 172, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ παθ., τῇ γῇ Αἰλ. π. Ζ. 12. 21· πρὸς ταῖς πέτραις Ἀλκίφρ. 1. 1. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσαρασσόμενον· προσρησσόμενον».
Greek Monolingual
ΜΑ, και αττ. τ. προσαράττω Α
βλ. προσαράζω.
Greek Monotonic
προσαράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. —ξω, εξορμώ εναντίον, πέφτω με δύναμη, ναῦς σκοπέλοις, σε Πλούτ.