παλίνδρομος: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
mNo edit summary |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=palindromos | |Transliteration C=palindromos | ||
|Beta Code=pali/ndromos | |Beta Code=pali/ndromos | ||
|Definition=παλίνδρομον, [[running back again]], π. ἄπιθι Luc.''Tim.''37; [[recurring]], σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.''Sent.''6; π. ἔλλαβε πένθος [[recurring]], Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> [[back again]], D.L.2.65: metaph., [[uncertain]], S.E.''P.''2.203. | |Definition=παλίνδρομον, [[running back again]], π. ἄπιθι Luc.''Tim.''37; [[recurring]], σελήνη π. ἀνάμνησις [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6; π. ἔλλαβε πένθος [[recurring]], Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> [[back again]], D.L.2.65: metaph., [[uncertain]], S.E.''P.''2.203. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 22:52, 12 November 2024
English (LSJ)
παλίνδρομον, running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.
German (Pape)
[Seite 450] zurücklaufend, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίνδρομος -ον [πάλιν, δραμεῖν] teruglopend, terugrennend, terugkerend.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίνδρομος:
1 движущийся обратно, возвращающийся: π. ἄπιθι Luc. отправляйся в обратный путь;
2 колеблющийся, сомнительный, недостоверный, Sext.
English (Slater)
παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.
Greek Monotonic
πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.