ὠτίς: Difference between revisions

From LSJ

κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you

Source
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]], η, / [[ὠτίς]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ωτίδα]].
|mltxt=-ίδος, η, / [[ὠτίς]], ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ωτίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠτίς:''' -[[ίδος]], ἡ ([[οὖς]]), είδος γερανού με [[μακριά]] φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.
|lsmtext='''ὠτίς:''' -ίδος, ἡ ([[οὖς]]), είδος γερανού με [[μακριά]] φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 14:20, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτίς Medium diacritics: ὠτίς Low diacritics: ωτίς Capitals: ΩΤΙΣ
Transliteration A: ōtís Transliteration B: ōtis Transliteration C: otis Beta Code: w)ti/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, (οὖς)
A bustard, Otis tarda, X.An.1.5.2sq., Arist.HA 509a4, al., Ael.NA5.24, Opp.C.2.407; cf. οὐτίς, ὀτίς.
II μυὸς ὠτίς, v. μυοσωτίς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
sorte d'oiseau, outarde (lat. otis tarda).
Étymologie: οὖς.

German (Pape)

ίδος, ἡ,
1 eine Trappenart mit langen Ohrfedern, vielleicht Otis Arabs Linn.; Xen. An. 1.5.2; Arist. H.A. 9.33.
2 in der Baukunst ein Vorsprung, Etwas darauf zu stellen, eine Console.
3 wahrscheinlich auch = ἐπωτίς, eine Ohrendecke, Ohrenklappe, s. Lobeck Phryn. p. 656.

Russian (Dvoretsky)

ὠτίς: ίδος ἡ зоол. (предполож.) дрофа (Otis tarda) Xen., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτίς: -ίδος, ἡ, (οὖς) εἶδος πτηνοῦ ἔχοντος μέγεθος χηνὸς καὶ περὶ τοὺς κροτάφους πτερά, ἐν Θεσσαλίᾳ λέγεται νῦν «δρόμπλιον» καὶ Τουρκιστὶ «τόϊ», πιθαν. ἡ Otis tarda (Γαλλ. οutarde), ἐνῆσαν δὲ καὶ ὠτίδες Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2 κἑξ., Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 2. 17, 31., 9. 33, Αἰλ. περὶ Ζῴων 5. 24· πρβλ. ὠτός.

Greek Monolingual

-ίδος, η, / ὠτίς, ΝΜΑ
βλ. ωτίδα.

Greek Monotonic

ὠτίς: -ίδος, ἡ (οὖς), είδος γερανού με μακριά φτερά πιθ. ο αγριόγαλλος, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὠτίς, ίδος, ἡ, [οὖς]
a kind of bustard with long earfeathers, prob. the great bustard, Xen.

Frisk Etymology German

ὠτίς: ὦτος
{ōtís}
See also: s. οὖς.
Page 2,1153