ἀπαρηγόρητος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] [[nicht zuzureden]], [[untröstlich]], Ios.; Plut., bei dem es oft auch [[unersättlich]] ist, πλεονεξίαι Mar. 2; [[ἔρως]] ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 08:24, 14 December 2023
English (LSJ)
ἀπαρηγόρητον,
A unconsoled, Plu.Dem.22; admitting of no consolation, συμφορά J.AJ7.6.1.
II not to be controlled, Men.798, Plu.Mar.2, Ant.6; inexorable, Hp.Decent.4. Adv. ἀπαρηγορήτως = inflexibly, inconsolably, Ph.2.196.
Spanish (DGE)
-ον
I inconsolado ἀ. ἐν τῷ πάθει κείμενον Plu.Dem.22.
II 1que no tiene consuelo, que no admite paliativos, desolador θανάτου φόβος Epicur. en Plu.2.1107a, συμφορά I.AI 7.118, αἰσχύνη Basil.M.31.1400D.
2 inexorable, inapelable τοιαύτη ἡ πρόρρησις ἀπαρηγόρητον ἐς ξύνεσιν ὁμογενέσιν Hp.Decent.4.
III que no hace caso, indócil, ingobernable Ἔρως Men.Fr.569, Plu.Ant.6, cf. Mar.2.
IV adv. ἀπαρηγορήτως = inconsolablemente Nil.M.79.196B.
German (Pape)
[Seite 280] nicht zuzureden, untröstlich, Ios.; Plut., bei dem es oft auch unersättlich ist, πλεονεξίαι Mar. 2; ἔρως ἀρχῆς Ant. 6; Men. Stob. flor. 64, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l'on ne peut satisfaire, insatiable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παρηγορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαρηγόρητος:
1 непобедимый, неукротимый (ἔρως ἀρχῆς Plut.);
2 неутешный, не слушающий уговоров (φυγάδες Plut.);
3 неумолимый, злобный (κυνάρια Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρηγόρητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ παρηγορήσῃ, Πλουτ. Δημοσθ. 22, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 7, 6, 1. ΙΙ. ἀκυβέρνητος, ἀνυπότακτος, μόνος ἔστ’ ἀπαρηγόρητον ἀνθρώποις ἔρως Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 196, ἀκατάσχετος, Πλουτ. Μάριος 2, Ἀντών. 6: - Ἐπίρρ. -τως, ἀκάμπτως, Φίλων 2. 196, 42.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀπαρηγόρητος, -ον)
αυτός που δεν παρηγορήθηκε ή που δεν μπορεί να τον παρηγορήσει κάποιος
αρχ.
1. ασυγκράτητος, αχόρταγος
2. αχαλιναγώγητος, ανυπότακτος
3. αδυσώπητος («ἀπαρηγόρητος ἀνθρώποις ἔρως», Μέν.)
Greek Monotonic
ἀπαρηγόρητος: -ον (παρηγορέω),
I. αυτός που δεν είναι δυνατόν να παρηγορηθεί, σε Πλούτ.
II. αυτός που δεν είναι δυνατόν να νουθετηθεί ή να ελεγχθεί, να κυβερνηθεί, στον ίδ.
Middle Liddell
παρηγορέω
I. inconsolable, Plut.
II. not to be advised or controlled, Plut.