τραβηχτικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[τραβηκτικός]], -ή, ό, Ν [[τραβηχτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει, που προσελκύει το [[ενδιαφέρον]] (α. «[[τραβηχτικός]] άντρας» β. «τραβηχτική [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τραβηκτική]]<br />η [[συναλλαγματική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού<br />β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] για τη [[διευκόλυνση]] τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο<br />γ) «[[τραβηκτική]] πιστωτική [[επιστολή]]» — [[επιστολή]] την οποία απευθύνει [[προς]] την [[τράπεζα]] ο [[κάτοχος]] πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την [[τράπεζα]] ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.
|mltxt=[[τραβηχτικός]] και [[τραβηκτικός]], -ή, ό, Ν [[τραβηχτός]]<br /><b>1.</b> αυτός που τραβάει, που προσελκύει το [[ενδιαφέρον]] (α. «[[τραβηχτικός]] άντρας» β. «τραβηχτική [[γυναίκα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[τραβηκτική]]<br />η [[συναλλαγματική]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού<br />β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»<br /><b>(οικον.)</b> [[μέσο]] για τη [[διευκόλυνση]] τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο<br />γ) «[[τραβηκτική]] πιστωτική [[επιστολή]]» — [[επιστολή]] την οποία απευθύνει [[προς]] την [[τράπεζα]] ο [[κάτοχος]] πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την [[τράπεζα]] ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.
}}
}}
{{trml
{{trml

Revision as of 08:25, 9 February 2024

Greek Monolingual

τραβηχτικός και τραβηκτικός, -ή, ό, Ν τραβηχτός
1. αυτός που τραβάει, που προσελκύει το ενδιαφέρον (α. «τραβηχτικός άντρας» β. «τραβηχτική γυναίκα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τραβηκτική
η συναλλαγματική
3. φρ. α) «τραβηκτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα τμηματικής ανάληψης ενός ποσού από έναν πιστωτικό οργανισμό του εσωτερικού ή του εξωτερικού
β) «ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα»
(οικον.) μέσο για τη διευκόλυνση τών διεθνών πληρωμών που καθιέρωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
γ) «τραβηκτική πιστωτική επιστολή» — επιστολή την οποία απευθύνει προς την τράπεζα ο κάτοχος πιστωτικής επιστολής και με την οποία πληροφορεί την τράπεζα ότι προτίθεται να κάνει τμηματικές αναλήψεις του δανείου που του έχει εγκριθεί.

Translations

attractive

Arabic: جَذَّاب‎; Belarusian: прывабны, прываблівы, прынадны, панадлівы; Bulgarian: привлекателен; Catalan: atractiu; Chinese Mandarin: 吸引人, 有吸引力的; Czech: přitažlivý, atraktivní; Danish: tiltrækkende, attraktiv; Dutch: aantrekkelijk, attractief; Esperanto: alloga; Finnish: houkutteleva, kiinnostava; French: attrayant, attractif, sympathique; Galician: atractivo; Georgian: მომხიბლველი; German: attraktiv; Greek: ελκυστικός, γοητευτικός, θελκτικός, τραβηχτικός; Ancient Greek: ἀγωγός, ἀρπαλέος, ἁρπαλέος, δημοτερπής, εἰδάλιμος, ἑλκτικός, ἑλκυστικός, ἐνδίολκος, ἐπαγωγικός, ἐπαγωγός, ἐπάγωγός, ἐπακτικός, ἐπαφρόδιτος, ἐπισπαστικός, εὐειδής, εὐήδονος, εὐήρατος, εὔμορφος, εὔοπτος, εὐπρεπής, εὐφραντικός, ἐφελκτικός, ἐφελκυστικός, ἐφολκός, ἱδανός, καταγωγός, κωτίλος, προσαγωγός, ὑπαγωγικός, ψυχαγωγικός; Hungarian: vonzó, csábító; Irish: caithiseach; Italian: attraente, procace, stuzzicante, allettante; Japanese: 魅力的な; Macedonian: привлечен, симпатичен; Malayalam: ആകർഷകമായ; Marathi: आकर्षक; Norman: séduisant; Norwegian: attraktiv, tiltrekkende; Polish: atrakcyjny; Portuguese: atraente; Romanian: atractiv; Russian: привлекательный, симпатичный; Scottish Gaelic: tarraingeach, tlachdmhor; Spanish: atractivo; Telugu: ఆకర్షణీయమైన; Turkish: cazip, cezbedici; Ukrainian: привабливий, привабний, принадливий, принадний