falta: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἄγνοια]], [[ἀδικία]], [[ἀλίτημα]], [[ἁμαρτάς]], [[ἁμάρτημα]], [[ἁμαρτία]], [[ἁμαρτωλή]], [[ἁμαρτωλία]], [[ | |sltx=[[ἄγνοια]], [[ἀδικία]], [[ἀλίτημα]], [[ἁμαρτάς]], [[ἁμάρτημα]], [[ἁμαρτία]], [[ἁμαρτωλή]], [[ἁμαρτωλία]], [[ἀμβλάκημα]], [[ἀμβλακία]], [[ἀμπλάκημα]], [[ἀμπλακία]], [[ἀμπλάκιον]], [[ἀπλάκημα]], [[ἀμέλεια]], [[ἀπεστώ]], [[ἀπόλειψις]], [[ἀπορησία]], [[ἀπουσία]], [[ἀστόχημα]], [[ἀτευξία]], [[ἀτόπημα]], [[δέος]], [[δεύομαι]], [[διαμαρτία]], [[διάπτωμα]], [[ἔγκακον]], [[ἐγκατάλειμμα]], [[ἔγκλησις]], [[ἐκλειπία]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐλλειπασμός]], [[ἔλλειψις]], [[ἔνδεια]], [[ἐνδέω]], [[ἐξαμαρτία]], [[τὸ ἐλλιπές]], [[τὸ ἐνδεές]] | ||
}} | }} |
Revision as of 17:49, 13 February 2024
Spanish > Greek
ἄγνοια, ἀδικία, ἀλίτημα, ἁμαρτάς, ἁμάρτημα, ἁμαρτία, ἁμαρτωλή, ἁμαρτωλία, ἀμβλάκημα, ἀμβλακία, ἀμπλάκημα, ἀμπλακία, ἀμπλάκιον, ἀπλάκημα, ἀμέλεια, ἀπεστώ, ἀπόλειψις, ἀπορησία, ἀπουσία, ἀστόχημα, ἀτευξία, ἀτόπημα, δέος, δεύομαι, διαμαρτία, διάπτωμα, ἔγκακον, ἐγκατάλειμμα, ἔγκλησις, ἐκλειπία, ἔκπτωσις, ἐλλειπασμός, ἔλλειψις, ἔνδεια, ἐνδέω, ἐξαμαρτία, τὸ ἐλλιπές, τὸ ἐνδεές