βριάω: Difference between revisions
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[βριῶ]] :<br /><b>1</b> [[rendre fort]];<br /><b>2</b> [[être fort]].<br />'''Étymologie:''' R. Βρι, être fort ; v. [[βρίθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Latest revision as of 07:25, 29 May 2024
English (LSJ)
(βρῖ)
A make strong and mighty, Hes.Th.447.
II intr., to be strong, βριάων Opp.H.5.96: in both senses, [Ζεὺς] ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5.
Spanish (DGE)
(βρῐάω) 1 tr. fortalecer, aumentar βουκολίας ... ἐξ ὀλίγων βριάει aumenta las manadas de vacas, a partir de unas pocas Hes.Th.447
•abs. hacer poderoso ῥέα μὲν γὰρ βριάει Hes.Op.5.
2 intr. ser fuerte y poderoso ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει Hes.Op.5, μέγα βριάοντα κατέσβεσεν Opp.H.5.96.
German (Pape)
[Seite 463] 1) stark machen, Hes. O. 5 Th. 447. – 2) intrans., stark sein, Hes. O. 5, 96.
French (Bailly abrégé)
βριῶ :
1 rendre fort;
2 être fort.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριάω [βρι-: zwaar, krachtig] alleen praes.
1. sterk maken:. ῥέα... βριάει gemakkelijk maakt hij sterk Hes. Op. 5.
2. sterk zijn:. ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει gemakkelijk verdrukt hij wie sterk is Hes. Op. 5.
Russian (Dvoretsky)
βρῐάω: (только praes.)
1 делать крепким, сильным (ἐξ ὀλίγων Hes.);
2 быть сильным (βριάοντα χαλέπτειν Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
βριάω: (βρῖ) κάμνω τινὰ ἰσχυρὸν καὶ δυνατόν, βριάει Ἡσ. Θ. 447. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι ἰσχυρός, βριάων Ὀππ. Ἁλ. 5. 96. ― Ὁ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 5 συνδυάζει ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει, ἐπὶ τοῦ Διός.
Greek Monolingual
βριάω (Α)
1. κάνω κάποιον ισχυρό, ενδυναμώνω
2. είμαι ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βριαρός με υποχωρητικό σχηματισμό].
Greek Monotonic
βριάω: κάνω κάποιον δυνατό ή γίνομαι δυνατός, σε Ησίοδ. (βλ. βριᾰρός).