προσλάζυμαι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=proslazymai | |Transliteration C=proslazymai | ||
|Beta Code=prosla/zumai | |Beta Code=prosla/zumai | ||
|Definition=[[take hold of besides]], χειρός E.''Hec.''64 (anap.): also [[προσλάζομαι]], Pomp.Mac.1.3. | |Definition=[[take hold of besides]], χειρός [[Euripides|E.]]''[[Hecuba|Hec.]]''64 (anap.): also [[προσλάζομαι]], Pomp.Mac.1.3. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 07:47, 15 November 2024
English (LSJ)
take hold of besides, χειρός E.Hec.64 (anap.): also προσλάζομαι, Pomp.Mac.1.3.
German (Pape)
[Seite 771] = Vorigem; γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμενοι, Eur. Hec. 64; Pomp. Macr. bei Stob. Floril. 78, 7.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
poét. c. προσλαμβάνω.
Étymologie: πρός, λάζυμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-λάζυμαι vastpakken:. γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι (mij) bij mijn oude hand vastpakkend Eur. Hec. 64.
Russian (Dvoretsky)
προσλάζῠμαι: (только praes.) браться, хватать: ἀείρετέ μου χειρὸς προσλαζύμεναι Eur. поднимите меня за руку.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.) κρατιέμαι επί πλέον από κάπου («γεραιᾱς χειρὸς προσλαζύμεναι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω, δράττομαι»].
Greek Monotonic
προσλάζῠμαι: αποθ., αναλαμβάνω τον έλεγχο, τινός, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
προσλάζῠμαι: ἀποθετ., γεραιᾶς χειρὸς προσλαζύμεναι, «ἐχόμεναι τῆς γεραιᾶς χειρὸς» (σχολ.), Εὐρ. Ἑκ. 64.