κυρταύχην: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3") |
m (elru replacement) |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κυρταύχην:''' ενος adj. (лат. [[incurvicervicus]]) | |elrutext='''κυρταύχην:''' ενος adj. (лат. [[incurvicervicus]]) с искривленной спиной Quint. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 22:12, 21 March 2024
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. ενος, with bulging neck, Quint.1.5.70.
German (Pape)
[Seite 1537] ενος, mit gekrümmtem Racken, führt Quintil. 1, 3, 70 an.
Russian (Dvoretsky)
κυρταύχην: ενος adj. (лат. incurvicervicus) с искривленной спиной Quint.
Greek (Liddell-Scott)
κυρταύχην: ὁ ἡ, ὁ ἔχων κυρτὸν αὐχένα, τὸ τοῦ Πακουβίου, incurvicervicus, Κυντιλ. 1. 5, 67.
Greek Monolingual
ο, η (Α κυρταύχην, -ενος, ό, ή)
αυτός που έχει κυρτό αυχένα, στραβολαίμης
νεοελλ.
φρ. «κυρταύχην ἵππος» — το άλογο που, όταν βαδίζει, φέρει την κεφαλή και τον τράχηλο προς το στήθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτός + αὐχήν (πρβλ. καμπυλαύχην, κρατεραύχην)].