ὀρειβατέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
 
Line 18: Line 18:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὀρειβᾰτέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ходить по горам]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">2</b> (о гористой местности), [[проходить]], [[восходить]], [[взбираться]], [[преодолевать]] (τραχύτητας Diod.).
|elrutext='''ὀρειβᾰτέω:'''<br /><b class="num">1</b> [[ходить по горам]] Plut., Anth.;<br /><b class="num">2</b> (о гористой местности), [[проходить]], [[восходить]], [[взбираться]], [[преодолевать]] (τραχύτητας Diod.).
}}
{{grml
|mltxt=(Α ὀρειβατῶ, [[ὀρειβατέω]]) [[ορειβάτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] αναβάσεις στα όρη, [[είμαι]] [[ορειβάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβαίνω]] τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> περιπλανιέμαι στα όρη, [[βαδίζω]] στα όρη.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 06:22, 31 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρειβᾰτέω Medium diacritics: ὀρειβατέω Low diacritics: ορειβατέω Capitals: ΟΡΕΙΒΑΤΕΩ
Transliteration A: oreibatéō Transliteration B: oreibateō Transliteration C: oreivateo Beta Code: o)reibate/w

English (LSJ)

A traverse mountains, c. acc., D.S.5.39.
II intr., roam the mountains, AP10.11 (Satyr.), Plu. Fab.7; of horses, Str.3.4.15.

German (Pape)

[Seite 371] auf Bergen wandeln, Ep. ad. 173 (X, 11); auch c. accus., τραχύτητας, D. Sic. 5, 39.

French (Bailly abrégé)

ὀρειβατῶ :
marcher dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.

Russian (Dvoretsky)

ὀρειβᾰτέω:
1 ходить по горам Plut., Anth.;
2 (о гористой местности), проходить, восходить, взбираться, преодолевать (τραχύτητας Diod.).

Greek Monolingual

(Α ὀρειβατῶ, ὀρειβατέω) ορειβάτης
νεοελλ.
εκτελώ αναβάσεις στα όρη, είμαι ορειβάτης
αρχ.
1. διαβαίνω τα όρη («καὶ τραχύτητας ἀπίστους ὀρειβατεῖν εἰωθότες», Διόδ.)
2. περιπλανιέμαι στα όρη, βαδίζω στα όρη.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι ὄρη, μετ’ αἰτ., Διόδ. 5. 39 ΙΙ. ἀμετάβ., περιφέρομαι ἀνὰ τὰ ὄρη, Ἀνθ. Π. 10. 11, Πλουτ. Φάβ. 7, κτλ.

Greek Monotonic

ὀρειβᾰτέω: διέρχομαι, σκαρφαλώνω στα βουνά, σε Ανθ., Πλούτ.

Middle Liddell

ὀρειβᾰτέω,
to roam the mountains, Anth., Plut. from ὀρειβάτης