ἐπάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπάργῠρος:''' -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από [[ασήμι]], σε Ηρόδ.
}}
{{trml
|trtx====[[silver-plated]]===
Armenian: արծաթապատ; Dutch: [[verzilverd]]; Finnish: hopeoitu; German: [[versilbert]], [[silberplattiert]]; Greek: [[με επικάλυψη αργύρου]], [[αρζαντέ]], [[ασημοκαπλαντισμένος]], [[ασημοκαπνισμένος]], [[ασημωμένος]], [[επάργυρος]], [[επαργυρωμένος]], [[αργυρόστρωτος]]; Ancient Greek: [[ἀργυρένδετος]], [[ἐπάργυρος]], [[ἠργυρωμένος]], [[περιηργυρωμένος]], [[ὑπάργυρος]]; Hebrew: מוכסף; Manx: argidit; Polish: posrebrzany
}}
}}

Revision as of 07:59, 3 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάργῠρος Medium diacritics: ἐπάργυρος Low diacritics: επάργυρος Capitals: ΕΠΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: epárgyros Transliteration B: epargyros Transliteration C: epargyros Beta Code: e)pa/rguros

English (LSJ)

ἐπάργυρον, overlaid with silver, covered with silver, silver-plated, κλῖναι Hdt.1.50,9.80, cf. IG12.276, BMus.Inscr.4.481*.472; πανοπλίαι Onos.1.20.

German (Pape)

[Seite 904] mit Silber belegt, κλίνη Her. 1, 50. 9, 80 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
orné d'argent ou plaqué d'argent.
Étymologie: ἐπί, ἄργυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάργῠρος: отделанный или выложенный серебром (κλίνη Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάργῠρος: -ον, ἐπηργυρωμένος, Ἡρόδ. 1. 50., 9. 80.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α επάργυρος, -ον)
ο επαργυρωμένος, αυτός που έχει καλυφθεί με λεπτό στρώμα αργύρου, ασημωμένος, ασημοκαπνισμένος («επάργυρα σκεύη»)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «μισθωτής».

Greek Monotonic

ἐπάργῠρος: -ον, αυτός που έχει καλυφθεί από ασήμι, σε Ηρόδ.

Translations