δημοτικός: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(13_7_1) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, <b class="b2">gemein</b>, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; [[νέος]] καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von [[ὀλιγαρχικός]], Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der <b class="b2">Volksfreund</b>, Dem. bei Din. 1, 44; – [[σόφισμα]] δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = <b class="b2">menschenfreundlich</b>, καὶ [[πρᾶος]] ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ [[φιλάνθρωπος]], Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια,<b class="b2"> Staatsgeschäfte</b>, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) <b class="b2">einen att. Demos betreffend</b>, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; [[ἱερόν]], wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0565.png Seite 565]] 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, <b class="b2">gemein</b>, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; [[νέος]] καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von [[ὀλιγαρχικός]], Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der <b class="b2">Volksfreund</b>, Dem. bei Din. 1, 44; – [[σόφισμα]] δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = <b class="b2">menschenfreundlich</b>, καὶ [[πρᾶος]] ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ [[φιλάνθρωπος]], Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια,<b class="b2"> Staatsgeschäfte</b>, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) <b class="b2">einen att. Demos betreffend</b>, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; [[ἱερόν]], wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δημοτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὸν λαόν, ἐν [[κοινῇ]] χρήσει, [[κοινός]], δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. [[ἱερογλυφικός]])· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., [[κοινός]], [[γνωστός]], Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) [[κοινός]], = [[δημόσιος]], Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, [[δημοκρατικός]], Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν [[πράττω]] διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· [[καθόλου]], ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ [[φιλάνθρωπος]] ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, [[πράως]], μετ’ ἀγαθότητος, [[καλῶς]] καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, [[λαϊκός]], [[δημοκρατικός]], Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς [[μέλη]] ἐλευθέρας πολιτείας, [[αὐτόθι]] 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ [[δημόσιος]], παρὰ Δημ. 1074. 20. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:31, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for the people, in common use, δ. γράμματα in Egypt, opp. ἱρά, Hdt.2.36; οἶνος Plu.Mar.44; of opinions and the like, ὑπόληψις popular, Arist.Metaph.989a11; common, ordinary, ὀνόματα Luc. Hist.Conscr.22; ὕλη Max.Tyr.10.7; πράγματα μικρὰ καὶ δ. Plu.2.408c. 2 = δημόσιος, τὰ -κά public affairs, Alciphr.1.4; δ. λειτουργία PSI1.86 (iv A. D.). II of the populace, one of them, D.21.209. Adv. -κῶς, ἐσταλμένος Luc.Scyth.5. 2 on the popular or democratic side, τὸ σόφισμα δ. Ar.Nu.205; ὄρνεα δ. Id.Av.1584; τὴν οὐ δ. παρανομίαν Th.6.28; opp. ὀλιγαρχικός, Isoc.16.37; λέγεις πόσα δεῖ προσεῖναι τῷ δ. D.18.122; οὐδὲν δ. πράττειν to do nothing for the people, X.HG2.3.39; δ. συκοφάνται Isoc.8.133: generally, popular, δ. καὶ φιλάνθρωπος X.Mem.1.2.60; τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. D.21.183; δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Antiph.190.19: hence, generous, kindly, affable, X.Mem.1.2.60; δ. τι καὶ πρᾶον Pl.Euthd.303d; πρᾶός τις καὶ δ. Plb. 10.26.1; δ. καὶ φιλάνθρωπα Plu.Oth.1. Adv. -κῶς affably, kindly, καλῶς καὶ δ. D.24.59; φιλανθρώπως καὶ δ. ib.24: Comp. -ώτερον Plu. Demetr.42. 3 of governments, popular, democratic, πολιτεία Arist.Pol.1292b13: Comp. -ώτερα Id.Ath.22.1. 4 δ. δικαστήριον trying suits between citizens, SIG286.17 (Milet., iv B. C.). 5 Adv. χρῆσθαι ἀλλήλοις δ. in a spirit of equality, Arist.Pol.1308a11; δ. πεπαιδευμένοι ib.1310a17; δ. ἐρίζειν like a free and independent citizen, Luc.Ner.9. III of or belonging to a deme, opp. δημόσιος, Lexap. D.43.71; ἱερά Hsch. s.v. δημοτελῆ.
German (Pape)
[Seite 565] 1) zum gemeinen Volk gehörig, plebejus, gemein, Xen., der es Ath. 1, 4 mit πονηροὶ καὶ πένητες vrbdt; vgl. Ar. Av. 1584; Arist. pol. 2, 7. 4, 14; νέος καὶ ταπεινὸς καὶ δημοτικῆς ἀγωγῆς τετευχώς Pol. 25, 8, 1; u. Sp. Bei Her. 2, 36 stehen γράμματα δημοτικά den ἱρά entgegen. – 2) dem Volke, der Demokratie ergeben, befreundet, im Ggstz von ὀλιγαρχικός, Plat. Rep. IX, 572 d; Aesch. 3, 207; ὁ δ., der Volksfreund, Dem. bei Din. 1, 44; – σόφισμα δ. καὶ χρήσιμον Ar. Nubb. 205; vgl. Thuc. 6, 28; Arist. Pol. 5, 9; δημοτικόν τι πράττειν Xen. Hell. 2, 3, 39. – Uebh. = menschenfreundlich, καὶ πρᾶος ἐν τοῖς λόγοις Euthyd. 803 d; καὶ φιλάνθρωπος, Xen. Mem. 1, 2, 60; vgl. Pol. 10, 26; Plut. Oth. 1; τὸ δημοτικόν, die poouläre Gesinnung, Rom. 26; Thes. 17. – Sp. τὰ δημοτικά, = δημόσια, Staatsgeschäfte, z. B. Aleiphr. 1, 4; auch χρήματα, D. Hal. 7, 63. – Den compar. hat Lys. 20, 13 u. Sp., wie Pol. 10, 26. – 3) einen att. Demos betreffend, δεὶπνα, Ath. V, 185 c; ἱερόν, wozu die Bürger eines Demos beitragen, dem δημόσιον entgeggstzt, Dem. 43. 71.
Greek (Liddell-Scott)
δημοτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸν λαόν, ἐν κοινῇ χρήσει, κοινός, δ. γράμματα, ἐν Αἰγύπτῳ, ἀντίθ. τῷ ἱρά, Ἡρόδ. 2. 36 (ἴδε ἐν λ. ἱερογλυφικός)· ἐπὶ γνωμῶν ἢ ἰδεῶν κττ., κοινός, γνωστός, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 8. 6. 2) κοινός, = δημόσιος, Διον. Ἁλ. 7. 63· ― τὰ δημοτικά, δημόσια πράγματα, δημόσιαι ὑποθέσεις, Ἀλκίφρων 1. 4. ΙΙ. ὁ εἰς τὸν λαὸν ἀνήκων, εἷς ἐκ τῶν πολλῶν, Λατ. plebeius, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 6, Δημ. 581. 24 2) ὁ φρονῶν τὰ τοῦ λαοῦ ἢ τοῦ δήμου, δημοκρατικός, Λατ. popularis, Ἀριστοφ. Νεφ. 205, Ὄρν. 1584· τὴν οὐ δ. παρανομίαν Θουκ. 6. 28· λέγεις ἃ δεῖ προσεῖναι τῷ δημοτικῷ Δημ. 286, 9· οὐδὲν δ. πράττειν, οὐδὲν πράττω διὰ τὸν λαόν, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 39· καθόλου, ἀγαπητὸς εἰς τὸν λαόν, ἢ ἀγαπῶν τὸν λαόν, εὔνους αὐτῷ, δ. καὶ φιλάνθρωπος ὁ αὐτ. Ἀπομν. 1. 2, 60· τῶν μετρίων τινὰ καὶ δ. Δημ. 573 ἐν τέλ.· τῶν πολλῶν καὶ δ. ὁ αὐτ. 581. 24· δημοτικὸν τοῦτο δρᾷ Ἀντιφ. Πλουσ. 1. 19· ― συχνάκις ἐν τῷ ἐπίρρ. -κῶς, πράως, μετ’ ἀγαθότητος, καλῶς καὶ δ. Δημ. 719. 8. 3) ἐπὶ πολιτευμάτων ἢ κυβερνήσεων, λαϊκός, δημοκρατικός, Ἰσοκρ. 185Ε, Ἀριστ. Πολ. 4. 3, 8 καὶ 5, 3.― Ἐπίρρ., χρῆσθαι ἀλλήλοις δ., ὡς μέλη ἐλευθέρας πολιτείας, αὐτόθι 5. 8, 5, πρβλ. 5. 9, 2. ΙΙΙ. ὁ ἔκ τινος δήμου ἢ εἴς τινα δῆμον ἀνήκων, ἀντίθ. τῷ δημόσιος, παρὰ Δημ. 1074. 20.