φώς: Difference between revisions
λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
(13_6a) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] ὁ, gen. φωτός, plur. φῶτες, gen. φωτῶν, poet. = [[ἀνήρ]], – der <b class="b2">Mann</b>, Hom. oft, bes. der tüchtige, tapfere Mann, Il. 4, 194. 21, 546 Od. 21, 26. – Auch der Sterbliche, im Ggstz der Götter, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il. 17, 98; so Pind. u. Tragg. oft; der Mensch übh., τὸ φωτῶν ἀλαὸν [[γένος]] Aesch. Prom. 548; Soph. Ai. 293; vgl. Jac. A. P. p. 110; dah. Eur. Hel. 1100 auch die Frauen. – Die Ableitung schwankt zwischen [[φημί]], der mit Sprache Begabte, wie [[μέροψ]], u. φύω, entweder der Erzeugende, der Mann, oder der Erzeugte, das Geschöpf, der Mensch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1323.png Seite 1323]] ὁ, gen. φωτός, plur. φῶτες, gen. φωτῶν, poet. = [[ἀνήρ]], – der <b class="b2">Mann</b>, Hom. oft, bes. der tüchtige, tapfere Mann, Il. 4, 194. 21, 546 Od. 21, 26. – Auch der Sterbliche, im Ggstz der Götter, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il. 17, 98; so Pind. u. Tragg. oft; der Mensch übh., τὸ φωτῶν ἀλαὸν [[γένος]] Aesch. Prom. 548; Soph. Ai. 293; vgl. Jac. A. P. p. 110; dah. Eur. Hel. 1100 auch die Frauen. – Die Ableitung schwankt zwischen [[φημί]], der mit Sprache Begabte, wie [[μέροψ]], u. φύω, entweder der Erzeugende, der Mann, oder der Erzeugte, das Geschöpf, der Mensch. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''φώς''': γεν. φωτός, ὁ· δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· (πιθ. ἐκ τῆς √ΦΥ, φύω, καὶ οὕτω [[κυρίως]] =, φύσας). Ποιητ. [[ὄνομα]], σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ τοῖς κωμ., [[οἷον]] παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 520, Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 3· [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς τὸ [[ἀνήρ]], [[ἐνίοτε]] [[μάλιστα]] παρατίθενται τὰ δύο ὡς ἰσοδύναμα, δύο δ’ [[οὔπω]] φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω... Ἰλ. Ρ. 377· [[ἀλλότριος]] φ. Ε. 214, πρβλ. Λ. 462, 613, κ. ἀλλ.· ― [[ἐνίοτε]] ἐμφατικῶς, [[γενναῖος]] [[ἀνήρ]], [[ἥρως]], Μαχάονα [[δεῦρο]] κάλεσσον, φῶτ’, Ἀσκληπιοῦ υἱὸν Ἰλ. Δ. 193, πρβλ. Φ. 545, Ὀδ. Φ. 26, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 45· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τίθεται ἀείποτε ὡς πρώτη [[λέξις]] τοῦ στίχου)· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς [[εἴτε]] ἐπὶ ἡρώων, [[οἷον]] Αἰσχύλ. Θήβ. 499, Σοφ. Ἀντιγ. 107, Τραχ. 177· ἢ ἐπὶ ἀνδρῶν [[καθόλου]], Αἰσχύλου Πέρσ. 242, Ἀγ. 398, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 281, 1018, κτλ.· ὦ σκῆπτρα φωτός, δηλ. ἐμοῦ, [[αὐτόθι]] 1109· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, φῶτες Αἰγεΐδαι Πινδ. Π. 5. 100· κλωπὸς φωτὸς Εὐρ. Ρῆσ. 709. ΙΙ. [[ἀνήρ]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γυναῖκα, Ὀδ. Ζ. 129, Σοφ. Ἀντιγ. 910, Τραχ. 177, κτλ.· δύ’ οἰκτρὼ φῶτε, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Εὐρ. Ἠλ. 1094, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 249. ΙΙΙ. [[ἄνθρωπος]], [[θνητός]], [[βροτός]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς θεόν, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Ἰλ. Ρ. 98· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Αἰσχύλ. Πρ. 549· φῶτα βρότειον Εὐρ. Βάκχ. 542. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:24, 5 August 2017
English (LSJ)
gen. φωτός, ὁ: dual φῶτε, φωτοῖν: pl. φῶτες, φωτῶν, φωσί: poet. Noun (Com., only paratrag., as Ar.Pax528, or pseudo-orac., Diph.126.3 (hex.); also in late Prose, PRyl.77.34 (ii A. D.)):—
A man, sts. coupled with ἀνήρ, δύο δ' οὔπω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω . . Il. 17.377; ἀλλότριος φ. 5.214, cf. 11.462, 614, al.; in gen., equivalent to a possessive pronoun, his, χρόα φωτός 4.139, al.; in Trag. either of heroes, as A.Th.499, S.Ant.107 (lyr.), or of men generally, A. Pers.242 (troch.); φῶτ' ἄδικον Id.Ag.398 (lyr.); φ. ἀνόσιος, ἀμαυρός, S.OC281,1018; ὦ σκῆπτρα φωτός, i.e. ἐμοῦ, ib.1109; joined with other Nouns, φῶτ' Ἀσκληπιοῦ υἱόν Il.4.194, cf. 21.546, Od.21.26; φωτί . . δέκτῃ 4.247; φῶτες Αἰγεΐδαι Pi.P.5.75; κλωπὸς φωτός E.Rh. 709. II man, opp. woman, Od.6.129, S.Ant.910, Tr.177, etc.; but δύ' οἰκτρὼ φῶτε, of a man and his wife, E.Hel.1094; so of lovers, AP5.248.5 (Iren.). III mortal, opp. a god, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il.17.98; φωτῶν ἀλαὸν γένος A.Pr.549 (lyr.); φῶτα βρότειον E.Ba.542 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1323] ὁ, gen. φωτός, plur. φῶτες, gen. φωτῶν, poet. = ἀνήρ, – der Mann, Hom. oft, bes. der tüchtige, tapfere Mann, Il. 4, 194. 21, 546 Od. 21, 26. – Auch der Sterbliche, im Ggstz der Götter, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Il. 17, 98; so Pind. u. Tragg. oft; der Mensch übh., τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Aesch. Prom. 548; Soph. Ai. 293; vgl. Jac. A. P. p. 110; dah. Eur. Hel. 1100 auch die Frauen. – Die Ableitung schwankt zwischen φημί, der mit Sprache Begabte, wie μέροψ, u. φύω, entweder der Erzeugende, der Mann, oder der Erzeugte, das Geschöpf, der Mensch.
Greek (Liddell-Scott)
φώς: γεν. φωτός, ὁ· δυϊκ. φῶτε, φωτοῖν· πληθ. φῶτες, φωτῶν, φωσί· (πιθ. ἐκ τῆς √ΦΥ, φύω, καὶ οὕτω κυρίως =, φύσας). Ποιητ. ὄνομα, σπανίως εὑρισκόμενον παρὰ τοῖς κωμ., οἷον παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Εἰρ. 520, Διφίλῳ ἐν Ἀδήλ. 3· οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ἀκριβῶς ὡς τὸ ἀνήρ, ἐνίοτε μάλιστα παρατίθενται τὰ δύο ὡς ἰσοδύναμα, δύο δ’ οὔπω φῶτε πεπύσθην, ἀνέρε κυδαλίμω... Ἰλ. Ρ. 377· ἀλλότριος φ. Ε. 214, πρβλ. Λ. 462, 613, κ. ἀλλ.· ― ἐνίοτε ἐμφατικῶς, γενναῖος ἀνήρ, ἥρως, Μαχάονα δεῦρο κάλεσσον, φῶτ’, Ἀσκληπιοῦ υἱὸν Ἰλ. Δ. 193, πρβλ. Φ. 545, Ὀδ. Φ. 26, πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Σοφ. Ἠλ. 45· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας τίθεται ἀείποτε ὡς πρώτη λέξις τοῦ στίχου)· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς εἴτε ἐπὶ ἡρώων, οἷον Αἰσχύλ. Θήβ. 499, Σοφ. Ἀντιγ. 107, Τραχ. 177· ἢ ἐπὶ ἀνδρῶν καθόλου, Αἰσχύλου Πέρσ. 242, Ἀγ. 398, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 281, 1018, κτλ.· ὦ σκῆπτρα φωτός, δηλ. ἐμοῦ, αὐτόθι 1109· ― συνημμένον μετ’ ἄλλων ὀνομάτων, φῶτες Αἰγεΐδαι Πινδ. Π. 5. 100· κλωπὸς φωτὸς Εὐρ. Ρῆσ. 709. ΙΙ. ἀνήρ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν γυναῖκα, Ὀδ. Ζ. 129, Σοφ. Ἀντιγ. 910, Τραχ. 177, κτλ.· δύ’ οἰκτρὼ φῶτε, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, Εὐρ. Ἠλ. 1094, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 5. 249. ΙΙΙ. ἄνθρωπος, θνητός, βροτός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς θεόν, πρὸς δαίμονα φωτὶ μάχεσθαι Ἰλ. Ρ. 98· τὸ φωτῶν ἀλαὸν γένος Αἰσχύλ. Πρ. 549· φῶτα βρότειον Εὐρ. Βάκχ. 542.