μονάς: Difference between revisions

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανεράwhat woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source
(13_6a)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] άδος, als adj. = [[μόνος]], μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος [[δεῖν]] μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = [[δάκτυλος]], Heron.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] άδος, als adj. = [[μόνος]], μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος [[δεῖν]] μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = [[δάκτυλος]], Heron.
}}
{{ls
|lstext='''μονάς''': Ἰων. μουνὰς (Ἀνθ. Π. 9. 482), -άδος, ἡ, [[ἴδιον]] θηλ. τοῦ [[μόνος]], μόνη, μοναχή, μεμονωμένη, [[ἐρημία]] Εὐρ. Βάκχ. 609· αἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1520· ― ἐπὶ γυναικός, μόνη [[κατάμονος]], ὁ αὐτ’ ἐν Ἀνδρ. 854· [[ὡσαύτως]] ὡς ἀρσεν. ἐπὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· πρβλ. [[λογάς]]. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μονάς]], ἡ, Πλάτ. Φαίδων 101C, 105C, κλ., πρβλ. [[μονάζω]] ΙΙ· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἐσήμαινε τὸ πῦρ, Πλουτ. Νουμ. 11· ― ἡ μ. ἐν τριάδι, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8921. 2) τὸ [[μέρος]] τοῦ κύβου τὸ ἔχον ἓν [[στίγμα]], [[Πολυδ]]. Ζ΄, 204. 3) ὡς [[μέτρον]] μήκους = [[δάκτυλος]], Ἥρων.
}}
}}

Revision as of 11:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάς Medium diacritics: μονάς Low diacritics: μονάς Capitals: ΜΟΝΑΣ
Transliteration A: monás Transliteration B: monas Transliteration C: monas Beta Code: mona/s

English (LSJ)

Ion. μουνάς (AP9.482 (Agath.)), άδος, ἡ, special fem. of μόνος,

   A solitary, ἐρημία E.Ba.609 (troch.); αἰών Id.Ph.1520 (lyr.); of a woman, alone, by oneself, Id.Andr.855 (lyr.): as masc., of a man, A. Pers.734 (troch.).    II as Subst. μονάς, ἡ, unit, Pl.Phd.101c, 105c, Arist.Metaph.1089b35, etc.; monad, Procl.Inst.64, in Alc.p.51 C. (pl.), Dam.Pr.199, al.: in Pythag. philosophy, to denote fire, Plu.Num. 11.    2 Ion., = οἴνη, ace on a die, Poll.7.204.    3 as a measure of length, = δάκτυλος, Hero *Geom.4.2; εἰς μονάδας ἀγαγεῖν reduce to units (of weight, here drachmae), Ph.Bel.51.24; διεξασμένη κατὰ μονάδας, of alum, Dsc.5.106.

German (Pape)

[Seite 201] άδος, als adj. = μόνος, μονάδα δὲ Ξέρξην, ἔρημον, Aesch. Pers. 720; μονάδ' ἔχουσ' ἐρημίαν, Eur. Bacch. 609, vgl. Andr. 855; ἀρχαί, Plut. fac. orb. lun. 12. άδος, ἡ, die Einheit; μονάδος δεῖν μετασχεῖν, ὃ ἂν μέλλῃ ἓν ἔσεσθαι Plat. Phaed. 101 e, öfter; Plut. u. a. Sp.; auch das Einfache, Untheilbare, weil es nicht aus mehreren Theilen zusammengesetzt ist. – Das As oder die Eins auf den Würfeln, Poll. 7, 204. 9, 95. – Als Längenmaaß = δάκτυλος, Heron.

Greek (Liddell-Scott)

μονάς: Ἰων. μουνὰς (Ἀνθ. Π. 9. 482), -άδος, ἡ, ἴδιον θηλ. τοῦ μόνος, μόνη, μοναχή, μεμονωμένη, ἐρημία Εὐρ. Βάκχ. 609· αἰὼν ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1520· ― ἐπὶ γυναικός, μόνη κατάμονος, ὁ αὐτ’ ἐν Ἀνδρ. 854· ὡσαύτως ὡς ἀρσεν. ἐπὶ ἀνδρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 734· πρβλ. λογάς. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μονάς, ἡ, Πλάτ. Φαίδων 101C, 105C, κλ., πρβλ. μονάζω ΙΙ· ― ἐν τῇ Πυθαγορείῳ φιλοσοφίᾳ ἐσήμαινε τὸ πῦρ, Πλουτ. Νουμ. 11· ― ἡ μ. ἐν τριάδι, ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8921. 2) τὸ μέρος τοῦ κύβου τὸ ἔχον ἓν στίγμα, Πολυδ. Ζ΄, 204. 3) ὡς μέτρον μήκους = δάκτυλος, Ἥρων.