θοινάω: Difference between revisions
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
(13_6a) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ θοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐθοίνων ἔλλοπας [[ἰχθῦς]] Hes. So. 212. S. auch [[θοινίζω]]. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, θοινηθῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον θοινάσομαι Cycl. 547; τεθοίναται 377; c. gen, θοινήσατο θήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1213.png Seite 1213]] einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ θοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐθοίνων ἔλλοπας [[ἰχθῦς]] Hes. So. 212. S. auch [[θοινίζω]]. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, θοινηθῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον θοινάσομαι Cycl. 547; τεθοίναται 377; c. gen, θοινήσατο θήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''θοινάω''': [[τρώγω]], εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ [[δεῖπνον]], τὸ μιν [[ἐκεῖνος]] σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ [[δεῖπνον]] εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, [[ἅπαξ]] παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς [[προτέρω]] ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι [[καλῶς]] Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. [[πευστήριος]]. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, [[ἅλις]] λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα [[ὅμως]] τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ [[μετὰ]] τοῦ [[ἅλις]]) [[αὐτόθι]] 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:06, 5 August 2017
English (LSJ)
A feast on, eat, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς dub.l. in Hes.Sc.212. 2 Pass., to be feasted upon, i.e. sacrificed, ὗς τέλεος θοινῆται IG12(1).905 (Rhodes). II feast, entertain, φίλους E.Ion982; τὸ δεῖπνον, τό μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (v.l. -ισε) the feast, which he gave him upon his son's flesh, Hdt.1.129. 2 more freq. in Med. and Pass., fut. -άσομαι E.El.836, Cyc.550, -ήσομαι (ἐκ-) A.Pr.1025 codd.: aor. 1 ἐθοινήθην (v. infr.): aor. 1 Med. -ησάμην Nonn.D.5.331, AP9.244 (Apollonid.): pf. τεθοίνᾱμαι E.Cyc.377 (prob.). a abs., to be feasted, feast, banquet, once in Hom., ἐς δ' αὐτοὺς προτέρω ἄγε θοινηθῆναι lead them in to feast, Od.4.36; παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι E.Alc.542: θ. καλῶς Cratin.164. b c. acc., feast on, μῶν τεθοίναται ἑταίρους; E.Cyc.377; σὲ ὕστερον θοινάσομαι ib.550; θ. τὰ ζῷα Porph.Abst.2.2: c. acc. cogn., θ. παστήρια E.El.836: c. gen., ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινωμένῳ Id.Cyc.248; θοινήσατο θήρης AP9.244 (Apollonid.); of an eating sore, σάρκα θοινᾶται ποδός E.Fr.792, cf. Arist.Po.1458b24:
German (Pape)
[Seite 1213] einen Schmaus geben, bewirthen; ἐν σκηναῖσιν οὗ θοινᾷ φίλον Eur. Ion 982; verzehren, δελφῖνες ἐθοίνων ἔλλοπας ἰχθῦς Hes. So. 212. S. auch θοινίζω. – Gew. pass. mit fut. med.; ohne Casus, schmausen, θοινηθῆναι Od. 4, 36; αἰσχρὸν παρὰ κλαίουσι θοινᾶσθαι φίλοις Eur. Alc. 545; c. acc., πάντων σ' ἑταίρων ὕστατον θοινάσομαι Cycl. 547; τεθοίναται 377; c. gen, θοινήσατο θήρης Apollds. 15 (IX, 244). – Vgl. Lob. zu Phryn. 204.
Greek (Liddell-Scott)
θοινάω: τρώγω, εὐωχοῦμαι, δελφῖνες ἐθοίνων ἰχθῦς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 212. ΙΙ. ἑστιῶ, «φιλεύω», φίλους Εὐρ. ἐν Ἴωνι 982· τὸ δεῖπνον, τὸ μιν ἐκεῖνος σαρξὶ τοῦ παιδὸς ἐθοίνησε (διάφ. γραφ. -ισε), τὸ δεῖπνον εἰς τὸ ὁποῖον ἐφίλευσεν αὐτὸν μὲ τὰς σάρκας τοῦ τέκνου του, Ἡρόδ. 1. 129. 2) συχνότερον ἐν τῷ Μέσ. καὶ Παθ.: μέλλ. -άσομαι, Εὐρ. Ἠλ. 836, Κύκλ. 377, -ήσομαι (ἐκ-) Αἰσχύλ. Πρ. 1045: ἀόρ. ἐθοινήθην (ἴδε κατωτ.)· ἀλλ’ -ησάμην, Νόνν. Δ. 5. 331, Ἀνθ. Π. 9 244: πρκμ. ταθοίνᾱμαι (ἴδε κατωτ.)· α) ἀπολ., ἑστιῶμαι, εὐωχοῦμαι, ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ἐς δ’ αὐτοὺς προτέρω ἅγε θοινηθῆναι, τοὺς εἰσήγαγε νὰ φάγωσιν, Ὀδ. Δ. 36· παρὰ φίλοις θοινᾶσθαι Εὐρ. Ἀλκ. 542· θοινᾶσθαι καλῶς Κρατῖν Πλουτ. 1· ἴδε ἐν λ. πευστήριος. β) μετ’ αἰτ., μῶν τεθοίναται φίλους; Εὐρ. Κύκλ. 377·, ἅλις λεόντων ἐστί μοι θοινομένῳ (ἕνθα ὅμως τὸ λεόντων ἠδύνατο νὰ συναφθῇ μετὰ τοῦ ἅλις) αὐτόθι 248· θοινήσατο θήρης Ἀνθ. ΙΙ. 9, 244· ὡσαύτως ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, σάρκα θοινᾶται ποδὸς Εὐρ. (Ἀποσπ. 790), ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 22, 13.