πευστήριος
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
α, ον, of or for inquiry, ὅπως πευστηρίαν θοινασόμεσθα (sc. θυσίαν) a sacrificial feast for learning the will of the gods, cj. for παστηρίαν in E.El.835.
German (Pape)
[Seite 607] zum Fragen, Forschen gehörig, fragend, forschend, ἡ πευστηρία, sc. θυσία, Opfer, durch das man die Götter befragen, ihren Willen erforschen will, Seidl. Eur. El. 830.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
d'interrogation.
Étymologie: πεύθομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευστήριος -α -ον [πεύθομαι] om te vragen: subst. ἡ πευστήρια (sc. θυσία) offer om de wil van de goden te vragen. Eur. El. 835.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α πεύθομαι
το θηλ. ως ουσ. ἡ πευστηρία
η θυσία που γινόταν με σκοπό να διερευνήσουν, να μάθουν τις διαθέσεις και τη θέληση τών θεών.
Greek Monotonic
πευστήριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην έρευνα, πευστηρία (ενν. θυσία), θυσία με σκοπό να μάθει κανείς τη βούληση των θεών, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πευστήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πεῦσιν, ὅπως πευστηρίαν θοινασόμεσθα (δηλ. θυσίαν), θυσία ἣν προσφέρει τις ζητῶν νὰ μάθῃ τὴν θέλησιν τῶν θεῶν, Εὐρ. Ἠλ. 835, ἔνθα ἴδε Seidl.
Middle Liddell
πευστήριος, η, ον
of or for inquiry, πευστηρία (sc. θυσίἀ a sacrifice for learning the will of the gods, Eur.