μάθησις: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(13_6a) |
(6_9) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0081.png Seite 81]] ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ [[μάθησις]] οὐ [[πάρα]], du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ [[μάθησις]] οὐκ ἄλλο τι ἢ [[ἀνάμνησις]] τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ [[ἐπιμέλεια]], Prot. 324 a; καὶ [[μελέτη]], Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις [[μάθησις]], der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν [[μάθησις]], Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ [[ἐπιστήμη]], Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0081.png Seite 81]] ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ [[μάθησις]] οὐ [[πάρα]], du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ [[μάθησις]] οὐκ ἄλλο τι ἢ [[ἀνάμνησις]] τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ [[ἐπιμέλεια]], Prot. 324 a; καὶ [[μελέτη]], Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις [[μάθησις]], der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν [[μάθησις]], Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ [[ἐπιστήμη]], Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μάθησις''': ἡ, (μαθεῖν) τὸ μανθάνειν, ἡ [[πρᾶξις]] τοῦ μανθάνειν, ἡ [[κτῆσις]] γνώσεως, [[γνῶσις]], πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχὰ Ἀλκμὰν 47· μ οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις Σοφ. Τρ. 450· ὧν μάθησιν ἄρνυμαι, ὧν [[λαμβάνω]] γνῶσιν, ὁ αὐτ. ἐν 711· μ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 915· μ. διδόναι ὁ αὐτ. ἐν 419· μ. ποιεῖσθαι [[περί]] τινος Θουκ. 1. 68· [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 525Α· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· - ἐν τῷ πληθ., νωθροὶ πρὸς τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 144Β, πρβλ. Πολ. 407C· μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μ., δυνάμεις μαθήσεως, πρὸς μάθησιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 908C. 2) ἐπιθυμία μαθήσεως, [[ἀλλά]] σοι [[μάθησις]] οὐ πάρα Σοφ. Ἠλ. 1032. 3) [[παίδευσις]], [[παιδεία]], [[διδασκαλία]], Ἱππ. Ὅρκ., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53· τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 11. II. [[ἔθος]], [[συνήθεια]], ἴδε [[μάθος]] ΙΙ. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (μαθεῖν)
A the act of learning, getting of knowledge, πεῖρά τοι μαθήσιος ἀρχά Alem.63; μ. οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις S. Tr.450; ὧν μάθησιν ἄρνυμαι of which things I gain information, ib. 711; μ. ἔχειν τινός E.Supp.915; ὁ χρόνος μ. δίδωσι ib.419; τὴν μ. ποιεῖσθαι περί τινος Th.1.68; ἡ περὶ τὸ ἓν μ. Pl.R.525a; μ. τέχνης BGU1021.8 (iii A. D.): in pl., νωθροὶ ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μ. Pl.Tht.144 b, cf. R.407b; μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ μ. ὀξεῖαι faculties of learning, Id.Lg.908c; ὁπλομαχίας μ. Ephor.54 J. 2 desire of learning, ἀλλά σοι μ. οὐ πάρα S.El.1032. 3 education, instruction, Hp.Jusj., Pl.Ap. 26a; τοῦ φόβου τὴν μ. κρείττονα παρέξεσθαι X.Cyr.3.3.53; τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Arist.Pol.1341a32.
German (Pape)
[Seite 81] ὴ, das Lernen; ἀλλὰ σοὶ μάθησις οὐ πάρα, du willst nicht lernen, Soph. El. 1021; ὧν μάθησιν οὐκ ἔχει, Eur. Suppl. 915; ὅτι ἡμῖν ἡ μάθησις οὐκ ἄλλο τι ἢ ἀνάμνησις τυγχάνει οὖσα, Plat. Phaed. 72 a; καὶ ἐπιμέλεια, Prot. 324 a; καὶ μελέτη, Theaet. 153 b, öfter; Xen. Hem. 3, 9, 2; – ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάθησις, der Unterricht, Plat. Lach. 190 d; auch ἡ περὶ τὸ ἓν μάθησις, Rep. VII, 525 a. – Das Wissen, μάθησιν οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις, Soph. Trach. 450; μ. καὶ ἐπιστήμη, Xen. Hem. 4, 2, 20; u. so bes. Sp. = die Wissenschaft.
Greek (Liddell-Scott)
μάθησις: ἡ, (μαθεῖν) τὸ μανθάνειν, ἡ πρᾶξις τοῦ μανθάνειν, ἡ κτῆσις γνώσεως, γνῶσις, πεῑρά τοι μαθήσιος ἀρχὰ Ἀλκμὰν 47· μ οὐ καλὴν ἐκμανθάνεις Σοφ. Τρ. 450· ὧν μάθησιν ἄρνυμαι, ὧν λαμβάνω γνῶσιν, ὁ αὐτ. ἐν 711· μ. ἔχειν τινὸς Εὐρ. Ἱκέτ. 915· μ. διδόναι ὁ αὐτ. ἐν 419· μ. ποιεῖσθαι περί τινος Θουκ. 1. 68· περί τι Πλάτ. Πολ. 525Α· συχνὸν παρὰ Πλάτ.· - ἐν τῷ πληθ., νωθροὶ πρὸς τὰς μ. ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 144Β, πρβλ. Πολ. 407C· μνῆμαί τε ἰσχυραὶ καὶ ὀξεῖαι μ., δυνάμεις μαθήσεως, πρὸς μάθησιν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 908C. 2) ἐπιθυμία μαθήσεως, ἀλλά σοι μάθησις οὐ πάρα Σοφ. Ἠλ. 1032. 3) παίδευσις, παιδεία, διδασκαλία, Ἱππ. Ὅρκ., Πλάτ. Ἀπολ. 26Α, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 53· τὴν αὐλητικὴν ἤγαγον πρὸς τὰς μ. Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 11. II. ἔθος, συνήθεια, ἴδε μάθος ΙΙ.