ἐκτέμνω: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(13_6b) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ion. u. hom. [[ἐκτάμνω]] (f. [[τέμνω]]), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῦ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; [[ἔλαιον]] Soph. Tr. 1186; [[ὥσπερ]] νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; [[πλόκαμον]], abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανθρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0780.png Seite 780]] ion. u. hom. [[ἐκτάμνω]] (f. [[τέμνω]]), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῦ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; [[ἔλαιον]] Soph. Tr. 1186; [[ὥσπερ]] νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; [[πλόκαμον]], abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανθρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτέμνω''': Ἐπ. καὶ Ἰων. [[ἐκτάμνω]] (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): μελλ. -τεμῶ: σπάνιός τις γ΄ μέλλ. ἐκτετμήσεσθον Πλάτ. Πολ. 564C. Ἀποκόπτω, μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε [[μηρία]] ἐν τέλ.) Ἰλ. Α. 460, κτλ.· μηροῦ δ’ ἔκταμ’ ὀϊστόν, «τεμὼν δ’ ἔξελε τοῦ μηροῦ τὸν ὀϊστὸν» (Θ. Γαζῆς) Λ. 829, πρβλ. 515· ἐκτ. γλῶσσαν Ἡρόδ. 9. 112· ἐκτ. τὸν λάρυγγά τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 575· ἐπὶ ἰατροῦ, [[ἀποκόπτω]] [[μέρος]] νοσηρόν, Πλάτ. Πολ. 564C. 2) [[κόπτω]] καὶ [[ῥίπτω]] [[κάτω]], ἐπὶ τῶν δένδρων δάσους, Ἰλ. Μ. 149, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1196· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ξύλων πρὸς κατασκευὴν [[νηός]], [[ἐκκόπτω]], ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Ἐπ. ἀντὶ -τέμνῃ) Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Δ. 486· ἐκτ. τὰ πρέμνα Λυσ. 110. 6. 3) ἐκτ. ἶνας, καὶ [[ἑπομένως]] ὡς τὸ Λατ. nervos incidere, [[ἐκνευρίζω]], χαυνῶ, Πινδ. Ι. 8 (7). 113· ἐκτ. [[ὥσπερ]] [[νεῦρα]] ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411Β· [[ῥόδον]] ἐκτ. ῥίζης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 570. 4· μεταφ., ἐλπίδας ἐξέταμες Ἀνθ. Π. παράρτ. 306. ΙΙ. [[εὐνουχίζω]], τοὺς παῖδας Ἡρόδ. 6. 32., 8. 105· ὄρχεις ἐκτέμνειν, ὀρχοτομεῖν, Σοφ. Ἀποσπ. 549· οἱ ἐκτετμημένοι, οἱ εὐνοῦχοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9· καὶ τὰ [[θήλεα]] ἐκτέμνειν, [[εἶδος]] ἐγχειρήσεως εἰς τὰ αἰδοῖα, ἥτις καὶ νῦν ἔτι ἐκτελεῖται ἐν Αἰγύπτῳ, Στράβ. 824, πρβλ. [[ἐκτομίας]]. ΙΙΙ. διαιρῶ, γῆν ἐκτ., διαιρεῖν τὴν γῆν εἰς ζώνας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] = κείρειν γῆν Διον. Ἁλ. 9. 57. IV. ἐκτέμνεσθαι φιλανθρωπίᾳ, ἀπατᾶσθαι [[ἕνεκα]] φιλανθρωπίας, Πολύβ. 31. 6. 8, [[ἔνθα]] ἴδε Schweigh. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:18, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. and Ion. ἐκτάμνω (as always in Hom.), fut. -τεμῶ : aor. 2 ἐξέταμον (v. infr.) or -έτεμον S.Tr.1196, Ar.Ra.575 : fut. perf.
A ἐκτετμήσομαι Pl.R.564c, Ph.1.458:—cut out, μηροὺς ἐξέταμον Il.1.460, etc.; μηροῦ ἔκταμ' ὀϊστόν cut an arrow from the thigh, 11.829, cf. 515; ἐ. γλῶσσαν Hdt.9.112 ; ἐ. τὸν λάρυγγά τινος Ar.Ra.575 ; of a surgeon, cut out a diseased part, Pl.R.564c (Pass.); σχῆμα τῆς γῆς Arist.Mete.362a35. 2 cut trees out of a wood, cut down, Il. 12.149, S.Tr.1196 ; also of planks, etc., hew out, hew into shape, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν Il.3.62, cf. 4.486 ; ἐ. τὰ πρέμνα to cut the stumps out of the ground, Lys.7.19. 3 ἐ. ἶνας cut away the sinews, and so, weaken, Pi.I.8(7).57 ; ἐ. ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Pl.R.411b ; ῥόδον ἐ. ῥίζης IG14.2040 : metaph., ἐλπίδας ἐξέταμες ib. 1362 ; 'nip in the bud', πάθος Alex.Trall.1.17 :—Pass., ἐκτέμνεσθαι νοῦν καὶ λόγον Ph.1.17. II castrate, παῖδας Hdt.6.32, 8.105 ; ὄρχεις ἐ. S.Fr.620 ; οἱ ἐκτετμημένοι eunuchs, Arist.HA518a31 ; ἐ. τὰ θήλεα circumcise females, Str.17.2.5, cf. 16.4.9 (Pass.). III= κείρειν, γῆς ἐκτεμνομένης D.H.9.57(s. v.l.). IV ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ to disarm and deceive by kindness, Plb.30.30.8.
German (Pape)
[Seite 780] ion. u. hom. ἐκτάμνω (f. τέμνω), heraus-, ausschneiden; ἰούς, ὀϊστὸν μηροῦ, den Pfeil aus der Hüfte herausschneiden, Il. 11, 515. 829; μηρούς, beim Opfer, aus den Hüften die Knochen, 1, 460; ἶνας Pind. I. 7, 53; τὸν λάρυγγά σου Ar. Ran. 582; ἔλαιον Soph. Tr. 1186; ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Plat. Rep. III, 411 b; πλόκαμον, abschneiden, Eur. I. A. 1438; abhauen, umhauen, ὕλην u. ä., Hom.; τὰ πρεμνά Lys. 7, 19; ἐλπίδας, rauhen, Ep. ad. 695 a (App. 306). – Bes. verschneiden, entmannen, τινά; Her. 8, 105; Plat. Gorg. 473 a u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 8; von Pferden, kastriren, ibd. 7, 5, 62; οἱ ἐκτετμημένοι, Kastraten, Arist. ll. A. 3, 11 u. sonst. Auch γῆν, ein Land verwüsten, durch Umhauen der Fruchtbäume, D. Hal. 9, 57; – übertr., ἐξετέμοντο αὐτοὺς φιλανθρωπίᾳ, entwaffneten oder täuschten sie durch Freundlichkeit, Pol. 31, 6, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτέμνω: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἐκτάμνω (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.): μελλ. -τεμῶ: σπάνιός τις γ΄ μέλλ. ἐκτετμήσεσθον Πλάτ. Πολ. 564C. Ἀποκόπτω, μηροὺς ἐξέταμον (ἴδε μηρία ἐν τέλ.) Ἰλ. Α. 460, κτλ.· μηροῦ δ’ ἔκταμ’ ὀϊστόν, «τεμὼν δ’ ἔξελε τοῦ μηροῦ τὸν ὀϊστὸν» (Θ. Γαζῆς) Λ. 829, πρβλ. 515· ἐκτ. γλῶσσαν Ἡρόδ. 9. 112· ἐκτ. τὸν λάρυγγά τινος Ἀριστοφ. Νεφ. 575· ἐπὶ ἰατροῦ, ἀποκόπτω μέρος νοσηρόν, Πλάτ. Πολ. 564C. 2) κόπτω καὶ ῥίπτω κάτω, ἐπὶ τῶν δένδρων δάσους, Ἰλ. Μ. 149, πρβλ. Σοφ. Τρ. 1196· ὡσαύτως ἐπὶ ξύλων πρὸς κατασκευὴν νηός, ἐκκόπτω, ὅς ῥά τε τέχνῃ νήϊον ἐκτάμνῃσιν (Ἐπ. ἀντὶ -τέμνῃ) Ἰλ. Γ. 62, πρβλ. Δ. 486· ἐκτ. τὰ πρέμνα Λυσ. 110. 6. 3) ἐκτ. ἶνας, καὶ ἑπομένως ὡς τὸ Λατ. nervos incidere, ἐκνευρίζω, χαυνῶ, Πινδ. Ι. 8 (7). 113· ἐκτ. ὥσπερ νεῦρα ἐκ τῆς ψυχῆς Πλάτ. Πολ. 411Β· ῥόδον ἐκτ. ῥίζης Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 570. 4· μεταφ., ἐλπίδας ἐξέταμες Ἀνθ. Π. παράρτ. 306. ΙΙ. εὐνουχίζω, τοὺς παῖδας Ἡρόδ. 6. 32., 8. 105· ὄρχεις ἐκτέμνειν, ὀρχοτομεῖν, Σοφ. Ἀποσπ. 549· οἱ ἐκτετμημένοι, οἱ εὐνοῦχοι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 9· καὶ τὰ θήλεα ἐκτέμνειν, εἶδος ἐγχειρήσεως εἰς τὰ αἰδοῖα, ἥτις καὶ νῦν ἔτι ἐκτελεῖται ἐν Αἰγύπτῳ, Στράβ. 824, πρβλ. ἐκτομίας. ΙΙΙ. διαιρῶ, γῆν ἐκτ., διαιρεῖν τὴν γῆν εἰς ζώνας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 12· ἀλλ’ ὡσαύτως = κείρειν γῆν Διον. Ἁλ. 9. 57. IV. ἐκτέμνεσθαι φιλανθρωπίᾳ, ἀπατᾶσθαι ἕνεκα φιλανθρωπίας, Πολύβ. 31. 6. 8, ἔνθα ἴδε Schweigh.