πῖαρ: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(13_6b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] τό, nur nom. u. accus., <b class="b2">Fett, Talg</b>, Schmalz; βοῶν, Il. 11, 550. 17, 659; auch ἐλαίης, Ap. Rh. 4, 1133; der Milch, Sol. bei Plut. Sol. 16; übh. das Fetteste, Beste, H. h. Ven. 30; auch Fruchtbarkeit, ἀρούρης, Crinag. 23 (IX, 555). – Als adj. neutr. = [[πῖον]], <b class="b2">fett, fruchtbar</b>, [[μάλα]] [[πῖαρ]] ὕπ' [[οὖδας]], Od. 4, 135, h. Apoll. 60, wo Buttmann Lexil. II p. 47 ff. es auch substantivisch erklärt, indem er [[πῖαρ]] ὑπ' [[οὖδας]] schreibt, Fett, Fruchtbarkeit erstreckt sich unter dem Boden hin, wo man freilich ὑπ' σὔδει erwarten sollte. Vgl. man [[πίειρα]], so ist wahrscheinlich ein altes adj. [[πῖαρ]] anzunehmen, dessen neutr. die Bdtg eines subst. annahm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] τό, nur nom. u. accus., <b class="b2">Fett, Talg</b>, Schmalz; βοῶν, Il. 11, 550. 17, 659; auch ἐλαίης, Ap. Rh. 4, 1133; der Milch, Sol. bei Plut. Sol. 16; übh. das Fetteste, Beste, H. h. Ven. 30; auch Fruchtbarkeit, ἀρούρης, Crinag. 23 (IX, 555). – Als adj. neutr. = [[πῖον]], <b class="b2">fett, fruchtbar</b>, [[μάλα]] [[πῖαρ]] ὕπ' [[οὖδας]], Od. 4, 135, h. Apoll. 60, wo Buttmann Lexil. II p. 47 ff. es auch substantivisch erklärt, indem er [[πῖαρ]] ὑπ' [[οὖδας]] schreibt, Fett, Fruchtbarkeit erstreckt sich unter dem Boden hin, wo man freilich ὑπ' σὔδει erwarten sollte. Vgl. man [[πίειρα]], so ist wahrscheinlich ein altes adj. [[πῖαρ]] anzunehmen, dessen neutr. die Bdtg eines subst. annahm. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πῖαρ''': τό, ἄκλιτ., ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. μνημονεύει δοτικ. πίαρι· ([[πίων]])· ― [[πάχος]], Ἐπικ. καὶ Ἰων. λέξ., βοῶν ἐκ [[πῖαρ]] ἑλέσθαι Ἰλ. Λ. 550, Ρ. 659· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. 241. 47. β) παχεῖα [[οὐσία]], π. ἐλαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1133· π. μελιηδές, πιθ. τὸ τοῦ γάλακος [[ἄνθος]], τὸ [[ἀφρόγαλα]], Ἀνθ. Π. 9. 224 ὁ πηκτὸς ὀπὸς δένδρων τινῶν, Ἱππ. 245. 19., 672. 37. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατιν. uber, τὸ [[ἄκρον]] [[ἄωτον]] παντὸς πράγματος, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον [[μέρος]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 30· [[πῖαρ]] χθονός, ὡς τὸ [[οὖθαρ]] ἀρούρης, Ἀνθ. Π. 9. 555, Λυκόφρων 1060. ΙΙ. ἐν τῷ [[ἐπεὶ]] [[μάλα]] [[πῖαρ]] ὑπ’ [[οὖδας]] (Ὀδ. Ι. 135, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 60), τὸ [[πῖαρ]] κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθετ., τὸ [[ἔδαφος]] [[κάτωθεν]] [[εἶναι]] παχύ· ἀλλ’ ὁ Buttm. προτείνει: [[πῖαρ]] ὑπ’ [[οὖδας]], ὑπάρχει [[πάχος]] [[κάτωθεν]] τοῦ ἐδάφους, καὶ ὁ Nitzsch ἀποδέχεται αὐτὸ· ― [[ὡσαύτως]] ἐξελήφθη ὡς ἐπίθετον παρὰ Σόλωνι 35. 21, πρὶν ἂν ταράξας [[πῖαρ]] ἐξέλῃ [[γάλα]], ἕως οὗ [[μετὰ]] τὸ [[τάραγμα]] ἀφαιρέσῃ τὸ παχὺ [[γάλα]], δηλ. τὸ [[βούτυρον]]· ἀλλ· [[ἐνταῦθα]] δυνατὸν τὸ [[ὄνομα]] νὰ [[εἶναι]] οὐσιαστ., = λάβῃ τὸ [[βούτυρον]] ἐκ τοῦ γάλακτος ([[ἐπειδὴ]] τὸ ἐξέλῃ δύναται νὰ συνάπτηται [[μετὰ]] διπλῆς αἰτιατ., ὡς τὸ ἀφαιρέομαι). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:33, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, only nom. and acc. (exc. dat.
A πίαρι Suid.) : (πίων) :—fat, Ep. and Ion. word, βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Il.11.550 ; of men, Hp.Nat. Puer.21. b any fatty substance, π. ἐλαίης A.R.4.1133 ; π. μελιηδές prob. cream, AP9.224 (Crin.), cf. Sol.36.21 (πῦαρ Pap. Arist.Ath.); thick juice from trees, Hp.Nat.Puer.26; of the fig, Id.Mul.2.205, Ulc. 15 ; richness of soil, ἐπεὶ μάλα π. ὑπ' οὖδας Od.9.135, cf. h.Ap.60 ; ἐσθλῆς ἀρούρης π. ἔγκληρον χθονός Lyc.1060, cf.AP9.555 (Crin.). 2 metaph., cream, choicest part of a thing, h.Ven.30.
German (Pape)
[Seite 612] τό, nur nom. u. accus., Fett, Talg, Schmalz; βοῶν, Il. 11, 550. 17, 659; auch ἐλαίης, Ap. Rh. 4, 1133; der Milch, Sol. bei Plut. Sol. 16; übh. das Fetteste, Beste, H. h. Ven. 30; auch Fruchtbarkeit, ἀρούρης, Crinag. 23 (IX, 555). – Als adj. neutr. = πῖον, fett, fruchtbar, μάλα πῖαρ ὕπ' οὖδας, Od. 4, 135, h. Apoll. 60, wo Buttmann Lexil. II p. 47 ff. es auch substantivisch erklärt, indem er πῖαρ ὑπ' οὖδας schreibt, Fett, Fruchtbarkeit erstreckt sich unter dem Boden hin, wo man freilich ὑπ' σὔδει erwarten sollte. Vgl. man πίειρα, so ist wahrscheinlich ein altes adj. πῖαρ anzunehmen, dessen neutr. die Bdtg eines subst. annahm.
Greek (Liddell-Scott)
πῖαρ: τό, ἄκλιτ., ἂν καὶ ὁ Σουΐδ. μνημονεύει δοτικ. πίαρι· (πίων)· ― πάχος, Ἐπικ. καὶ Ἰων. λέξ., βοῶν ἐκ πῖαρ ἑλέσθαι Ἰλ. Λ. 550, Ρ. 659· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἱππ. 241. 47. β) παχεῖα οὐσία, π. ἐλαίης Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1133· π. μελιηδές, πιθ. τὸ τοῦ γάλακος ἄνθος, τὸ ἀφρόγαλα, Ἀνθ. Π. 9. 224 ὁ πηκτὸς ὀπὸς δένδρων τινῶν, Ἱππ. 245. 19., 672. 37. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατιν. uber, τὸ ἄκρον ἄωτον παντὸς πράγματος, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον μέρος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 30· πῖαρ χθονός, ὡς τὸ οὖθαρ ἀρούρης, Ἀνθ. Π. 9. 555, Λυκόφρων 1060. ΙΙ. ἐν τῷ ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ’ οὖδας (Ὀδ. Ι. 135, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 60), τὸ πῖαρ κοινῶς λαμβάνεται ὡς ἐπίθετ., τὸ ἔδαφος κάτωθεν εἶναι παχύ· ἀλλ’ ὁ Buttm. προτείνει: πῖαρ ὑπ’ οὖδας, ὑπάρχει πάχος κάτωθεν τοῦ ἐδάφους, καὶ ὁ Nitzsch ἀποδέχεται αὐτὸ· ― ὡσαύτως ἐξελήφθη ὡς ἐπίθετον παρὰ Σόλωνι 35. 21, πρὶν ἂν ταράξας πῖαρ ἐξέλῃ γάλα, ἕως οὗ μετὰ τὸ τάραγμα ἀφαιρέσῃ τὸ παχὺ γάλα, δηλ. τὸ βούτυρον· ἀλλ· ἐνταῦθα δυνατὸν τὸ ὄνομα νὰ εἶναι οὐσιαστ., = λάβῃ τὸ βούτυρον ἐκ τοῦ γάλακτος (ἐπειδὴ τὸ ἐξέλῃ δύναται νὰ συνάπτηται μετὰ διπλῆς αἰτιατ., ὡς τὸ ἀφαιρέομαι).