πίγγαλος: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(c1)
(32)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] ὁ, bei Hesych. [[σαῦρος]], [[χαλκίς]] erklärt, vgl. [[πίνδαλος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0612.png Seite 612]] ὁ, bei Hesych. [[σαῦρος]], [[χαλκίς]] erklärt, vgl. [[πίνδαλος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[χαλκίς]]», [[είδος]] σαύρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με αρχ. ινδ. <i>pingala</i>- «[[κοκκινωπός]], με [[χρώμα]] [[καφέ]] ανοιχτό» (με [[διαφορά]] στον τονισμό) και <i>pinjara</i>. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με την [[οικογένεια]] τών [[ποικίλος]] / [[πικρός]]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίγγαλος Medium diacritics: πίγγαλος Low diacritics: πίγγαλος Capitals: ΠΙΓΓΑΛΟΣ
Transliteration A: píngalos Transliteration B: pingalos Transliteration C: piggalos Beta Code: pi/ggalos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A lizard, = χαλκίς, Hsch. πίγγαν· νεοσσίον, Ameriasap.Hsch.

German (Pape)

[Seite 612] ὁ, bei Hesych. σαῦρος, χαλκίς erklärt, vgl. πίνδαλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «χαλκίς», είδος σαύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μπορεί πιθ. να συνδεθεί με αρχ. ινδ. pingala- «κοκκινωπός, με χρώμα καφέ ανοιχτό» (με διαφορά στον τονισμό) και pinjara. Οι τ. αυτοί συνδέονται πιθ. με την οικογένεια τών ποικίλος / πικρός].