βλήχων: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(13_3) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. [[γλήχων]], dor. [[γλάχων]], Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ [[αἰδοῖον]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0449.png Seite 449]] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. [[γλήχων]], dor. [[γλάχων]], Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ [[αἰδοῖον]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''βλήχων''': ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, [[ὡσαύτως]] βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ [[γλήχων]], -ώ, Δωρ. [[γλάχων]], -ώ: - [[εἶδος]] φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον [[γλήχων]] (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ [[γλάχων]] (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν [[βλήχων]] (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα [[αὐτόθι]] 861· γλαχὼ [[αὐτόθι]] 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. [[βληχωνίας]]· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:22, 5 August 2017
English (LSJ)
ἡ (later ὁ, Gp.8.7), gen. ωνος, also βληχώ, gen. οῦς; Ion. γλήχων, βληχ-ώ, Dor. γλάχων, βληχ-ώ (on the forms see Phryn.PS p.53 B., Sch.Ar.Pax711), dat.
A γλήχωνι h.Cer.209; βληχοῖ Thphr.HP 9.16.1: gen. γληχοῦς Hp.Morb.3.17; γλάχωνος Boeot. ap. Ar.Ach. 869: acc. γλάχωνα ib.861, Theoc.5.56; γλήχωνα Herod.9.13; γλαχώ Ar.Ach.874; βληχώ Id.Lys.89:—pennyroyal, Mentha Pulegium, Il.cc., Dsc.3.31, etc.
German (Pape)
[Seite 449] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
βλήχων: ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, ὡσαύτως βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ γλήχων, -ώ, Δωρ. γλάχων, -ώ: - εἶδος φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον γλήχων (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ γλάχων (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν βλήχων (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα αὐτόθι 861· γλαχὼ αὐτόθι 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. βληχωνίας· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.