ἀνακυκλέω: Difference between revisions
Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimus → Ertrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνακυκλέω''': [[ἀναστρέφω]], γυρίζω, [[πάλιν]], ἀνακύκλει [[δέμας]] Εὐρ. Ὀρ. 231: μεταφ., [[περιστρέφω]] τι ἐντὸς τῆς διανοίας μου, διανοοῦμαι [[περί]] τινος πράγματος, Λουκ. Νιγρ. 6: [[ἐπαναλαμβάνω]], Πλουτ. Δημ. 29. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[ἐπανέρχομαι]], [[ἐπανακάμπτω]], [[κάμνω]] τὸν γῦρον καὶ [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 9· τὰς αὐτὰς δόξας ἀνακυκλεῖν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 8: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀνακυκλουμένη πρὸς αὐτήν, ἐπανακάμπτουσα πρὸς ἑαυτήν, Πλάτ. Τίμ. 37Α· αἱ τύχαι [[πολλάκις]] ἀν. περὶ τοὺς αὐτοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. versari, ἀναστρέφομαι, τριγυρίζω, ἀν. ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Ἀθήν. 44Ε. | |lstext='''ἀνακυκλέω''': [[ἀναστρέφω]], γυρίζω, [[πάλιν]], ἀνακύκλει [[δέμας]] Εὐρ. Ὀρ. 231: μεταφ., [[περιστρέφω]] τι ἐντὸς τῆς διανοίας μου, διανοοῦμαι [[περί]] τινος πράγματος, Λουκ. Νιγρ. 6: [[ἐπαναλαμβάνω]], Πλουτ. Δημ. 29. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., [[ἐπανέρχομαι]], [[ἐπανακάμπτω]], [[κάμνω]] τὸν γῦρον καὶ [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]], Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 9· τὰς αὐτὰς δόξας ἀνακυκλεῖν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 8: - [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀνακυκλουμένη πρὸς αὐτήν, ἐπανακάμπτουσα πρὸς ἑαυτήν, Πλάτ. Τίμ. 37Α· αἱ τύχαι [[πολλάκις]] ἀν. περὶ τοὺς αὐτοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. versari, ἀναστρέφομαι, τριγυρίζω, ἀν. ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Ἀθήν. 44Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />retourner ; <i>fig.</i> retourner dans son esprit.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κυκλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
A turn round again, ἀνακύκλει δέμας E.Or.231; revolve in one's mind, πρὸς ἐμαυτόν Luc.Nigr.6; repeat, τοὺς αὐτοὺς λόγους Plu.Dem.29, cf. Phld.Mus.p.40K., Herm. in Phdr.p.191A.:—Pass., to be renewed, πόλεμος ἐφ' ἑαυτὸν -ούμενος Procop.Arc.11. II intr. in Act., come round in a circle, Arist.GC338a4; αἱ αὐταὶ δόξαι ἀ. ἐν τοῖς ἀνθρώποις Id.Mete.339b29:—so in Pass., ἀ. πρὸς αὑτήν Pl.Ti. 37a; αἱ τύχαι πολλάκις ἀ. περὶ τοὺς αὐτούς Arist.EN1100b3.
German (Pape)
[Seite 194] im Kreislauf wieder herbeiführen, zurückführen, ἀνακύκλει δέμας Eur. Or. 225, bringe meinen Körper wieder in den früheren gefunden Zustand; ἀνακυκλουμένη πρὸς αὑτήν, zu sich zurückkehrend, Plat. Tim. 37 a; τὰς τύχας πολλάκις ἀνακυκλεῖσθαι περὶ τοὺς αὐτούς Arist. Eth. 1, 10; ἀνεκυκλεῖτο ἐς τὸν συνήθη βίον, er verfiel in seine gewohnte Lebensweise, Plut. Anton. 24; πρὸς ἑαυτόν τι, wiederholen, Luc. Nigr. 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλέω: ἀναστρέφω, γυρίζω, πάλιν, ἀνακύκλει δέμας Εὐρ. Ὀρ. 231: μεταφ., περιστρέφω τι ἐντὸς τῆς διανοίας μου, διανοοῦμαι περί τινος πράγματος, Λουκ. Νιγρ. 6: ἐπαναλαμβάνω, Πλουτ. Δημ. 29. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω, κάμνω τὸν γῦρον καὶ ἔρχομαι πάλιν, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 11, 9· τὰς αὐτὰς δόξας ἀνακυκλεῖν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Μετεωρ. 1. 3, 8: - οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀνακυκλουμένη πρὸς αὐτήν, ἐπανακάμπτουσα πρὸς ἑαυτήν, Πλάτ. Τίμ. 37Α· αἱ τύχαι πολλάκις ἀν. περὶ τοὺς αὐτοὺς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 7. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ Λατ. versari, ἀναστρέφομαι, τριγυρίζω, ἀν. ἐν ταῖς ἐκκλησίαις Ἀθήν. 44Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
retourner ; fig. retourner dans son esprit.
Étymologie: ἀνά, κυκλέω.