μυῖα: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυῖα''': Ἀττ. μῦα (Φώτ.), ἡ, «μῦγα», musca domestica, Ἰλ. Δ. 131, κτλ.· περὶ τῶν μυιῶν κατὰ σμήνη γίνεται [[λόγος]] ἐν Β. 469, Π. 641· - ἡ τῶν πτωμάτων [[μυῖα]], σκωληκόμυια, Τ. 25, 31, πρβλ. εὐλή· - παροιμ., μυίης [[θάρσος]], ἐπὶ ὑπερβολικῆς τόλμης, καί οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν Ρ. 570· ἐάν τις... [[ὥσπερ]] μ. προσπτῆται Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· δειπνεῖν [[ἄκλητος]] [[μυῖα]] (ἐξυπ. εἰμί), νὰ πηγαίνω [[ἀπρόσκλητος]] εἰς [[δεῖπνον]] εἶμαι ὡς [[μυῖα]], Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 7· ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, μεγαλοποιεῖν τὰ πράγματα, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. ἐν τέλ.· [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]], μ. [[κύων]], γίνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας [[αὐτόθι]] 12. II. [[χαλκῆ]] [[μυῖα]], [[παιδιά]] τις, ὡς καὶ νῦν, «τυφλομῦγα», Ἰταλ. mosca seca, [[Πολυδ]]. Θ΄, 122· [[μυΐνδα]] παίζειν [[αὐτόθι]] 110, 113, Ἡσύχ. III. ἐν Λέοντ. Τακτ. 19, ἐπὶ ἐλαφρῶν βελῶν, ὡς ἐκ τῆς κεντητικῆς προσβολῆς· πρβλ. musket ἐκ τοῦ muschetta. Ὁ πρῶτος Ἑλλην. [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο μυσία, ἢ μυσκία· πρβλ. Σανσκρ. maksh-as, maksh-ikas, Ζενδ. makhsh-i, Λατ. musc-a, mucc-a, (mücke, midge)· Σλαυ. much-a· κτλ. | |lstext='''μυῖα''': Ἀττ. μῦα (Φώτ.), ἡ, «μῦγα», musca domestica, Ἰλ. Δ. 131, κτλ.· περὶ τῶν μυιῶν κατὰ σμήνη γίνεται [[λόγος]] ἐν Β. 469, Π. 641· - ἡ τῶν πτωμάτων [[μυῖα]], σκωληκόμυια, Τ. 25, 31, πρβλ. εὐλή· - παροιμ., μυίης [[θάρσος]], ἐπὶ ὑπερβολικῆς τόλμης, καί οἱ μυίης [[θάρσος]] ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη [[μάλα]] περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν Ρ. 570· ἐάν τις... [[ὥσπερ]] μ. προσπτῆται Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· δειπνεῖν [[ἄκλητος]] [[μυῖα]] (ἐξυπ. εἰμί), νὰ πηγαίνω [[ἀπρόσκλητος]] εἰς [[δεῖπνον]] εἶμαι ὡς [[μυῖα]], Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 7· ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, μεγαλοποιεῖν τὰ πράγματα, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. ἐν τέλ.· [[μυῖα]] [[στρατιῶτις]], μ. [[κύων]], γίνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας [[αὐτόθι]] 12. II. [[χαλκῆ]] [[μυῖα]], [[παιδιά]] τις, ὡς καὶ νῦν, «τυφλομῦγα», Ἰταλ. mosca seca, [[Πολυδ]]. Θ΄, 122· [[μυΐνδα]] παίζειν [[αὐτόθι]] 110, 113, Ἡσύχ. III. ἐν Λέοντ. Τακτ. 19, ἐπὶ ἐλαφρῶν βελῶν, ὡς ἐκ τῆς κεντητικῆς προσβολῆς· πρβλ. musket ἐκ τοῦ muschetta. Ὁ πρῶτος Ἑλλην. [[τύπος]] φαίνεται ὅτι ἦτο μυσία, ἢ μυσκία· πρβλ. Σανσκρ. maksh-as, maksh-ikas, Ζενδ. makhsh-i, Λατ. musc-a, mucc-a, (mücke, midge)· Σλαυ. much-a· κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />mouche, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> musca. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:47, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. μῦα Thphr.HP3.7.5, Phot.: ἡ:—
A fly, Il.2.469, 4.131, Simon.32, etc.; carrion-fly, bluebottle, Il.19.25,31; gall-insect, Thphr. l.c.: prov., μυίης θάρσος, of excessive boldness, Il.17.570; ἐάν τις . . ὥσπερ μ. πρόσπτηται X.Mem.3.11.5; δειπνεῖν ἄκλητος μ. a fly for coming to dinner uninvited, Antiph.195.7; ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν 'to make a mountain out of a molehill', Luc.Musc.Enc.12; μυῖα στρατιῶτις, μ. κύων, ibid.; δραίνω μυῖ' ὅσον Herod.1.15. II χαλκῆ μυῖα a game like blindman's-buff, Id.9a, Poll.9.123; cf. μυΐνδα. III used by peasants of bees, Eust.257.6. (Cf. Lith. musià 'fly', Lat. musca, etc.)
German (Pape)
[Seite 215] ἡ (nach den Alten von μύω; auch μύα. vgl. musca, Mücke), die Fliege; ἠΰτε μυιάων ἀδινάων ἔθνεα πολλά, Il. 2, 469, wo die Stechfliege gemeint ist, wie 16, 641; ὡς ὅτε μήτηρ παιδὸς ἐέργει μυῖαν, ὅθ' ἡδέϊ λέξεται ὕπνῳ, 4, 131, die Stubenfliege, als Bild der dreisten Unverschämtheit u. Keckheit, die sich nicht zurückscheuchen läßt; καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ένῆκεν, 17, 570. Die Aas- oder Schmeißfliege, 19, 25. 31; die sonst gew. μυῖα στρατιῶτις heißt, Luc. enc. musc. 12; ἀπαμύνειν τὰς μυίας, Ar. Vesp. 597. – Sprichwörtlich ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, Luc. enc. musc. extr. u. A.; – μυῖα χαλκῆ, ein Kinderspiel, wie unser Blindekuh, Hesych. (vgl. μυΐνδα).
Greek (Liddell-Scott)
μυῖα: Ἀττ. μῦα (Φώτ.), ἡ, «μῦγα», musca domestica, Ἰλ. Δ. 131, κτλ.· περὶ τῶν μυιῶν κατὰ σμήνη γίνεται λόγος ἐν Β. 469, Π. 641· - ἡ τῶν πτωμάτων μυῖα, σκωληκόμυια, Τ. 25, 31, πρβλ. εὐλή· - παροιμ., μυίης θάρσος, ἐπὶ ὑπερβολικῆς τόλμης, καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν, ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο ἰσχανάᾳ δακέειν Ρ. 570· ἐάν τις... ὥσπερ μ. προσπτῆται Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 5· δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα (ἐξυπ. εἰμί), νὰ πηγαίνω ἀπρόσκλητος εἰς δεῖπνον εἶμαι ὡς μυῖα, Ἀντιφάνης ἐν «Προγόνοις» 1. 7· ἐλέφαντα ἐκ μυίας ποιεῖν, μεγαλοποιεῖν τὰ πράγματα, Λουκ. Μυίας Ἐγκώμ. ἐν τέλ.· μυῖα στρατιῶτις, μ. κύων, γίνονται δὲ καὶ μέγισταί τινες μυῖαι, ἃς στρατιώτιδας οἱ πολλοὶ καλοῦσιν, οἱ δὲ κύνας αὐτόθι 12. II. χαλκῆ μυῖα, παιδιά τις, ὡς καὶ νῦν, «τυφλομῦγα», Ἰταλ. mosca seca, Πολυδ. Θ΄, 122· μυΐνδα παίζειν αὐτόθι 110, 113, Ἡσύχ. III. ἐν Λέοντ. Τακτ. 19, ἐπὶ ἐλαφρῶν βελῶν, ὡς ἐκ τῆς κεντητικῆς προσβολῆς· πρβλ. musket ἐκ τοῦ muschetta. Ὁ πρῶτος Ἑλλην. τύπος φαίνεται ὅτι ἦτο μυσία, ἢ μυσκία· πρβλ. Σανσκρ. maksh-as, maksh-ikas, Ζενδ. makhsh-i, Λατ. musc-a, mucc-a, (mücke, midge)· Σλαυ. much-a· κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mouche, insecte.
Étymologie: cf. lat. musca.