γαμψός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
|lstext='''γαμψός''': ή όν, ([[κάμπτω]]) [[καμπύλος]], κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · [[ῥύγχος]] ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = [[γαμψῶνυξ]] Ἀριστοφ. Νεφ. 337.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' *γάμπτω = [[κάμπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαμψός Medium diacritics: γαμψός Low diacritics: γαμψός Capitals: ΓΑΜΨΟΣ
Transliteration A: gampsós Transliteration B: gampsos Transliteration C: gampsos Beta Code: gamyo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A curved, crooked, of the uterine κόλποι, Hp.Nat Pucr.31; κέρατα Arist.HA630a31; ῥύγχος Id.PA662b2; ὄνυχες ib.662b5 (Comp.); ἅρπαι Lyc.358.    2 of birds of prey, = γαμψῶνυξ, Ar. Nu.337 (anap.).

German (Pape)

[Seite 473] (κάμπτω), gebogen, krumm, κέρατα Arist. H. A. 9, 45; δρέπανον Antiphil. 4 (VI, 85); ἄγκιστρον Archi. 10 (VI, 192). – Ar. Nubb. 336 γαμψοὶ οἰωνοί; s. γαμψῶνυξ.

Greek (Liddell-Scott)

γαμψός: ή όν, (κάμπτω) καμπύλος, κεκαμμένος, κέρατα Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 45, 4 · ῥύγχος ὁ αὐτ. Ζῴ. Μοσ. 3. 1, 14 · ὄνυχες ὁ αὐτ. 4. 12, 21 · κέρατα ὁ αὐτ. 3. 2, 5. 2) ἐπὶ ἁρπακτικῶν ὀρνέων, = γαμψῶνυξ Ἀριστοφ. Νεφ. 337.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
recourbé.
Étymologie: *γάμπτω = κάμπτω.