σχετλιαστικός: Difference between revisions

From LSJ
(6_11)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
|lstext='''σχετλιαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., [[ἐπίρρημα]] Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό/ [[σχετλιαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σχετλιάζω]]<br />αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, [[παράπονο]] ή [[αγανάκτηση]] και [[οργή]] («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν [[οδύνη]] ή [[αγανάκτηση]] όπως [[οἴμοι]], <i>φεῡ</i>, [[αλίμονο]], <i>αχ</i>, <i>πω πω</i> <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σχετλιαστικώς</i> / <i>σχετλιαστικῶς</i> ΝΜ, και <i>σχετλιαστικά</i> Ν<br />με σχετλιαστικό τρόπο.
}}
}}

Revision as of 12:56, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχετλιαστικός Medium diacritics: σχετλιαστικός Low diacritics: σχετλιαστικός Capitals: ΣΧΕΤΛΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: schetliastikós Transliteration B: schetliastikos Transliteration C: schetliastikos Beta Code: sxetliastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A expressive of anger, A.D.Pron.34.30, al.; ἔννοια Hermog.Id.2.7; σχήματα Aps.Rh.p.333 H.; ἐπίρρημα Sch.Ar.Nu.1.

German (Pape)

[Seite 1055] zum Klagen, Jammern, Zürnen gehörig, geneigt; τὰ σχετλιαστικά, die Interjectionen, die Unwillen ausdrücken, Gramm., z. B. Schol. Ar. Nubb. 1.

Greek (Liddell-Scott)

σχετλιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφράζων σχετλιασμόν, ἀγανάκτησιν, κλπ., ἐπίρρημα Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό/ σχετλιαστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σχετλιάζω
αυτός που εκφράζει ή δηλώνει σχετλιασμό, παράπονο ή αγανάκτηση και οργή («σχετλιαστικά επιφωνήματα» — τα επιφωνήματα που δηλώνουν οδύνη ή αγανάκτηση όπως οἴμοι, φεῡ, αλίμονο, αχ, πω πω κ.λπ.)
επίρρ...
σχετλιαστικώς / σχετλιαστικῶς ΝΜ, και σχετλιαστικά Ν
με σχετλιαστικό τρόπο.