κατοίκησις: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατοίκησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ [[διαμονή]], [[διατριβή]], [[κατοικία]], διὰ τὴν [[ταύτῃ]] κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ [[κατοίκισις]], ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν). | |lstext='''κατοίκησις''': -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ [[διαμονή]], [[διατριβή]], [[κατοικία]], διὰ τὴν [[ταύτῃ]] κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ [[κατοίκισις]], ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de s’établir dans un lieu;<br /><b>2</b> habitation, résidence.<br />'''Étymologie:''' [[κατοικέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A settling in a place, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Th. 2.15. II dwelling, abode, Pl.Ti.71b, Criti.115c, LXX Ge.10.30, etc.; τὴν κ. εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι Ev.Marc.5.3; inhabited district, ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ath.12.523e.
German (Pape)
[Seite 1402] ἡ, das Bewohnen, die Wohnung, der Aufenthaltsort; τὴν παλαιὰν ταύτῃ κατοίκησιν Thuc. 2, 15; Plat. Tim. 71 b; ἐν ταύτῃ τῇ τοῦ θεοῦ καὶ τῶν προγόνων κατοικήσει Critia. 115 c; Sp., wie Plut. Lys. 28.
Greek (Liddell-Scott)
κατοίκησις: -εως, ἡ, τὸ νὰ κατοικῇ τις ἔν τινι τόπῳ, ἡ διαμονή, διατριβή, κατοικία, διὰ τὴν ταύτῃ κ. Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Τίμ. 71B, Κριτί. 115C, κτλ.· ἡ κατὰ τὴν Ἰταλίαν κ. Ἀθήν. 523Ε, (διάφορ. τοῦ κατοίκισις, ὡς τὸ κατοικεῖν τοῦ κατοικίζειν).
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de s’établir dans un lieu;
2 habitation, résidence.
Étymologie: κατοικέω.