πάλη: Difference between revisions
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάλη''': [ᾰ], ἡ, τὸ παλαίειν, κοινῶς «πάλαιμα», Λατιν. lucta, Ἰλ. Ψ. 635· ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσὶν Ὀδ. Θ. 206· κρατέων πάλᾳ Πινδ. Ο. 8. 27. [[νικᾶν]] πυγμὴν καὶ πάλην Εὐριπ. Ἄλκ. 1031, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 795Β· π. μανθάνειν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1238· [[συχν]]. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 239, 245-6, 1421, κ. ἀλλ.· - Ὁ παλαιστὴς ἔπρεπε νὰ ῥίψῃ [[κάτω]] τὸν ἀντίπαλον (καὶ [[ἐκεῖ]] νὰ θλίβῃ καὶ κατέχῃ αὐτόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14)· περὶ τῶν διαφόρων τρόπων τῆς πάλης καὶ τῶν τηρουμένων συνηθειῶν κατ’ αὐτὴν ἴδε Πλάτ. Νόμ. 396, Θεόκρ. 24. 109, Πλούτ. 2. 638D. 2) [[καθόλου]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]], ἅπτειν πάλην τινὶ Αἰσχύλ. Χο. 866· π. δορὸς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 159. (Ἐκ τοῦ [[πάλλω]], κινῶ [[τῇδε]] κακεῖσε, [[ῥίπτω]]). | |lstext='''πάλη''': [ᾰ], ἡ, τὸ παλαίειν, κοινῶς «πάλαιμα», Λατιν. lucta, Ἰλ. Ψ. 635· ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσὶν Ὀδ. Θ. 206· κρατέων πάλᾳ Πινδ. Ο. 8. 27. [[νικᾶν]] πυγμὴν καὶ πάλην Εὐριπ. Ἄλκ. 1031, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 795Β· π. μανθάνειν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1238· [[συχν]]. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 239, 245-6, 1421, κ. ἀλλ.· - Ὁ παλαιστὴς ἔπρεπε νὰ ῥίψῃ [[κάτω]] τὸν ἀντίπαλον (καὶ [[ἐκεῖ]] νὰ θλίβῃ καὶ κατέχῃ αὐτόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14)· περὶ τῶν διαφόρων τρόπων τῆς πάλης καὶ τῶν τηρουμένων συνηθειῶν κατ’ αὐτὴν ἴδε Πλάτ. Νόμ. 396, Θεόκρ. 24. 109, Πλούτ. 2. 638D. 2) [[καθόλου]], [[μάχη]], [[συμπλοκή]], ἅπτειν πάλην τινὶ Αἰσχύλ. Χο. 866· π. δορὸς Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 159. (Ἐκ τοῦ [[πάλλω]], κινῶ [[τῇδε]] κακεῖσε, [[ῥίπτω]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span>ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lutte d’athlètes;<br /><b>2</b> <i>par ext.</i> lutte, combat.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ secouer ; cf. [[πάλλω]], [[παλάμη]], etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 9 August 2017
English (LSJ)
[ᾰ] (A), ἡ,
A wrestling, Il.23.635; ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν Od. 8.206: κρατέων πάλα Pi.O.8.20; νικᾶν πυγμὴν καὶ π. E.Alc.1031. cf. Hp.Acut.(Sp.) 62, Th.1.6, Pl.Lg.795b, Plu.2.638d, Antyll. ap. Orib. 6.28.3; τίνα π. ἐμάνθανες ; Ar.Eq.1238; παίδων, ἐφήβων νεωτέρων, μέσων, πρεσβυτέρων, ἀνδρῶν π., SIG959 (Chios), cf. IG5(2).549.16,30 (Lycosura, iv B. C.), etc. 2 generally, fight, battle, ἅπτειν πάλην τινί A.Ch.866 (anap.); π. δορός E.Heracl.159.
πάλη [ᾰ] (B) (or παλή acc. to Sch.Il.10.7, to dist. it from foreg.), ἡ,
A the finest meal, π. ἀλφίτου Hp.Mul.1.64, cf. Ruf.Ren.Ves.6.7, Arching. ap. Gal.12.791; π. πυρίνη Lycus ap. Orib.9.51.1; νάρθηκος πάλαι Zopyr. ap. eund.14.61.1. 2 any fine dust, ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ πάλης φυσῶν τὸ πῦρ Pherecr.60, cf. Hsch. (Cf. Lat. pollen, pulvis.)
German (Pape)
[Seite 447] ἡ, 1) das Ringen, der Ringkampf; Il. 23, 635; δεῦρ' ἄγε πειρηθήτω ἢ πὺξ ήὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσίν, Od. 8, 206; κρατέων πάλᾳ, Pind. Ol. 8, 27; νικῶσι πυγμὴν καὶ πάλην, Eur. Alc. 1031; ἐν παιδοτρίβου δὲ τίνα πάλην ἐμάνθανες; Ar. Equ. 1238; Plat. Legg. VII, 795 b u. sonst in Prosa. Vgl. über die Kunst des Ringens, die darin bestand, daß man den Gegner niederschwang (πάλλω), oder durch Beinstellen hinwarf u. auf dem Boden festhielt, θλίβειν καὶ κατέχειν, Arist., außer der angeführten Stelle des Plat. noch Arist. rhet. 1, 5; Theocr. 24, 209 u. Plut. Symp. 2, 4; Heliod. 10, 3. – Uebh. der Kampf, πάλην ἅπτειν τινί, Aesch. Ch. 866; πάλη δορός, Eur. Heracl. 160 u. a. D. – 2) = παιπάλη, das feinste, durchgesiebte Mehl (auch von πάλλω, nach Schol. Il. 10, 7 zum Unterschiede von dem Vorigen auch παλή betont), VLL., Hippocr. u. Sp. Auch übh. seiner Staub, Asche u. dgl. Bes. der seine Staub, mit welchem sich die Ringer, nachdem sie sich mit Oel gesalbt hatten, vor dem Ringen bestreu'ten, damit die Hände nicht von den durch Oel schlüpfrig gewordenen Gliedern abglitten, Ringerstaub, vgl. Xen. An. 4, 8, 26. – Nach Strab. 3, 2, 8 heißen πάλαι große Goldklumpen, die man im Goldsande Spaniens findet.
Greek (Liddell-Scott)
πάλη: [ᾰ], ἡ, τὸ παλαίειν, κοινῶς «πάλαιμα», Λατιν. lucta, Ἰλ. Ψ. 635· ἢ πὺξ ἠὲ πάλῃ ἢ καὶ ποσὶν Ὀδ. Θ. 206· κρατέων πάλᾳ Πινδ. Ο. 8. 27. νικᾶν πυγμὴν καὶ πάλην Εὐριπ. Ἄλκ. 1031, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 795Β· π. μανθάνειν Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1238· συχν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 239, 245-6, 1421, κ. ἀλλ.· - Ὁ παλαιστὴς ἔπρεπε νὰ ῥίψῃ κάτω τὸν ἀντίπαλον (καὶ ἐκεῖ νὰ θλίβῃ καὶ κατέχῃ αὐτόν, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 14)· περὶ τῶν διαφόρων τρόπων τῆς πάλης καὶ τῶν τηρουμένων συνηθειῶν κατ’ αὐτὴν ἴδε Πλάτ. Νόμ. 396, Θεόκρ. 24. 109, Πλούτ. 2. 638D. 2) καθόλου, μάχη, συμπλοκή, ἅπτειν πάλην τινὶ Αἰσχύλ. Χο. 866· π. δορὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 159. (Ἐκ τοῦ πάλλω, κινῶ τῇδε κακεῖσε, ῥίπτω).
French (Bailly abrégé)
1ης (ἡ) :
1 lutte d’athlètes;
2 par ext. lutte, combat.
Étymologie: R. Παλ secouer ; cf. πάλλω, παλάμη, etc.